Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

ΛΙΓΟΣ ΒΟΝΝΕΓΚΑΤ ΑΚΟΜΗ...

Λίγη ακόμη από την παιχνιδιάρικη σοφία του Βόννεγκατ, μέσα από το βιβλίο του "Αν αυτό δεν είναι ωραίο, τότε τι είναι;", που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Πέτρου Γεωργίου.



"Είμαστε εδώ για να βοηθάμε ο ένας τον άλλο να το ξεπεράσουμε αυτό το πράγμα, ό,τι κι αν είναι."


-\\-
"Πρέπει συνέχεια να κάνουμε βουτιές από ψηλούς γκρεμούς και, καθώς πέφτουμε, να αξιοποιούμε και να αναπτύσσουμε τα φτερά μας."

-\\-
"Είμαι μαγεμένος από την Επί του Όρους Ομιλία. Θεωρώ πως το να είναι κανείς φιλεύσπλαχνος αποτελεί τη μοναδική καλή ιδέα που έχουμε παραλάβει μέχρι στιγμής. Ίσως οσονούπω να αποκτήσουμε και καμιά άλλη καλή ιδέα -οπότε θα έχουμε δύο καλές ιδέες."


-\\-
"Αγαπητές μελλοντικές γενιές: Δεχτείτε, παρακαλώ, τη συγγνώμη μας. Είχαμε γίνει τύφλα από το πετρέλαιο."


-\\-
"Μην εγκαταλείψετε τα βιβλία. Σου δίνουν μια τόσο ωραία αίσθηση -το φιλικό τους βάρος, ειδικό και μη. Ο τρυφερός δισταγμός των σελίδων τους όταν τις γυρίζεις με τα ευαίσθητα ακροδάχτυλά σου. Μεγάλο μέρος του εγκεφάλου μας είναι αφιερωμένο στο να αποφασίζει αν αυτό που αγγίζουμε με τα χέρια μάς κάνει καλό ή κακό. Κάθε εγκέφαλος που αξίζει μια δεκάρα γνωρίζει ότι τα βιβλία μάς κάνουν καλό."


-\\-
"Ο υπολογιστής διδάσκει στο παιδί αυτό που μπορεί να γίνει ένας υπολογιστής. Ένα μορφωμένο ανθρώπινο ον διδάσκει σε ένα παιδί αυτό που το παιδί μπορεί να γίνει."


-\\-
"Ας βρούμε έναν τρόπο να αποκτήσουμε και πάλι όλοι μας εκτεταμένη οικογένεια. Δύο σύζυγοι και μερικά παιδιά δεν είναι πιο πολύ οικογένεια απ' ό,τι μια Pepsi διαίτης και τρία Oreo είναι πρωινό."


-\\-
"Κράτα γερά. Ποιος ξέρει πού θα μας βγάλει!"



Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

ΑΝ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΟ, ΤΟΤΕ ΤΙ ΕΙΝΑΙ;

     Θα' θελα ο Κερτ Βόννεγκατ να ήταν παππούς μου, μιας και είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός υπέροχου παππού: ήξερε ένα σωρό ωραίες ιστορίες, ήταν τρυφερός, σοφός και λιγάκι παλαβός -όντας σοφός, γνώριζε ότι πρέπει να είναι κανείς κάπως παλαβός μέσα σ' έναν θεοπάλαβο κόσμο. Δεν πειράζει όμως· κι ο δικός μου παππούς είχε αυτά τα χαρακτηριστικά, με τον δικό του τρόπο. Άλλωστε, μπορώ να διαβάσω όλα όσα θα με συμβούλευε ο παππούς Βόννεγκατ στους λόγους που εκφώνησε σε διάφορες τελετές αποφοίτησης αμερικάνικων Πανεπιστημίων, οι οποίοι περιλαμβάνονται στη συλλογή Αν αυτό δεν είναι ωραίο, τότε τι είναι; Το βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, περιέχει εννέα ομιλίες από την περίοδο 1994- 2004, συν μία από το 1978, σε επιμέλεια του μυθιστοριογράφου και στενού φίλου του Βόννεγκατ, Νταν Γουέικφιλντ και μετάφραση του Πέτρου Γεωργίου. Κάθε ομιλία είναι μοναδική και πρωτότυπη -καμία σχέση με τις γλυκερές κοινοτοπίες που ακούγονται συχνά σε παρόμοιες περιπτώσεις- υπάρχουν ωστόσο ορισμένα κοινά θέματα: η εκτίμηση προς τους δασκάλους, η αξία της μόρφωσης, η ανάγκη για διευρυμένες οικογένειες, η σημασία των τοπικών κοινωνιών και η ευγνωμοσύνη για τις όμορφες στιγμές της καθημερινότητας. Όλα αυτά, καθώς και πολλά άλλα, λέγονται με τον ανεπιτήδευτο και ανατρεπτικό λόγο του Βόννεγκατ, που έχει την ικανότητα να μιλά για ζητήματα εξαιρετικά σοβαρά με τον πιο αστείο τρόπο και να υπονομεύει τις παραδεδομένες αξίες και αντιλήψεις αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό με το σατανικά απολαυστικό του χιούμορ. Πάνω απ' όλα όμως, ο Βόννεγκατ, όπως μας αποκαλύπτεται μέσ' από αυτές τις ομιλίες, είναι βαθύτατα ανθρώπινος: μιλά για καλοσύνη και αγάπη και συγκινείται από τις απλές χαρές της ζωής, αν και ο ίδιος έζησε απίστευτες τραγωδίες. Ή μάλλον, ακριβώς επειδή ο ίδιος έζησε απίστευτες τραγωδίες (στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου βίωσε ως αιχμάλωτος των Γερμανών τον βομβαρδισμό της Δρέσδης κι αργότερα έχασε από καρκίνο την αδερφή του, μία μόλις μέρα μετά τον θάνατο του άντρα της σ' εκτροχιασμό τρένου, οπότε υιοθέτησε τα τρία παιδιά τους -για ν' αναφέρω δύο μόνο), συνειδητοποιεί και εκτιμά την ευτυχία που βρίσκεται στις απλές, καθημερινές στιγμές και κάνουν τη ζωή ν' αξίζει να τη ζήσουμε. Για να στηρίξω τα όσα λέω παραπάνω και να δείξω πόσο καταπληκτικό είναι αυτό το βιβλίο, θα' θελα να το μεταφέρω εδώ ολόκληρο, αλλά φυσικά δεν μπορώ. Γι' αυτό θα περιοριστώ σ' ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
     "Σχετικά όμως με τον θείο μου τον Άλεξ, που τώρα βρίσκεται εκεί ψηλά, στον Παράδεισο. Ένα ανθρώπινο ελάττωμα στο οποίο στεκόταν ιδιαίτερα ήταν το γεγονός ότι τόσο σπάνια δίνουμε σημασία στις ευτυχισμένες στιγμές μας την ώρα που τις ζούμε. Ο ίδιος έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να τους δίνει τη δέουσα σημασία. Μπορεί να πίναμε λεμονάδα στη σκιά μιας μηλιάς το καλοκαίρι και ο θείος Άλεξ να διέκοπτε την κουβέντα για να πει: "Αν αυτό δεν είναι ωραίο, τότε τι είναι;".
     Ας γίνει αυτή η φράση το ρητό σας: "Αν αυτό δεν είναι ωραίο, τότε τι είναι;".
     Σας ζήτησα λοιπόν μία χάρη. Τώρα σας ζητώ μία ακόμη. Τη ζητώ όχι μόνο από τις απόφοιτες, αλλά και από όλους τους παρευρισκόμενους, από τους γονείς και από τους δασκάλους επίσης. Θα ήθελα να σηκώσετε το χέρι σας μετά την ερώτησή μου. 
     Πόσοι από εσάς είχατε έναν δάσκαλο, σε οποιοδήποτε στάδιο της εκπαίδευσής σας, ο οποίος σας έκανε πιο χαρούμενους επειδή ήσασταν ζωντανοί, πιο υπερήφανους επειδή ήσασταν ζωντανοί, απ' ό,τι είχατε ποτέ πιστέψει πως είναι δυνατόν;
     Σηκώστε χέρια παρακαλώ.
     Τώρα κατεβάστε τα χέρια σας και πείτε το όνομα αυτού του δασκάλου σε κάποιον άλλο και πείτε του τι έκανε για εσάς αυτός ο δάσκαλος.
     Τελειώσαμε όλοι;
     Αν δεν είναι ωραίο αυτό, τότε τι είναι;"



Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

     Στην παρακάτω φωτογραφία, βλέπουμε τον Paul McCartney με τις κόρες του Heather και Mary, φωτογραφημένους από τη Linda McCartney, σύζυγο του Paul και μητέρα των κοριτσιών. Είναι μάλλον στα τέλη της δεκαετίας του '60 και κατά πάσα πιθανότητα βρίσκονται σε κάποια βρετανική ακτή. Κοιτώντας αυτή τη σκηνή, βλέπω μια άλλη, κάπως διαφορετική, από τα μέσα της δεκαετίας του '80, που δε θυμάμαι αν υπάρχει σε φωτογραφία: τα δύο παιδάκια, είναι περίπου στην ηλικία της Heather και η θάλασσα της Ραφήνας το ίδιο φουρτουνιασμένη. Κι ο μπαμπάς έχει τα ίδια πυκνά, μαύρα μούσια και μαλλιά, το ίδιο βλέμμα και την ίδια προστατευτική αγκαλιά... Χρόνια Πολλά μπαμπά!


Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ

     Με αφορμή την αυριανή μέρα του πατέρα, ένα λιτό φιλμάκι από την Ολλανδία για την αγάπη και την απώλειά της -που μας σημαδεύει για πάντα. Αν και δεν διαρκεί περισσότερο από οκτώ λεπτά, είναι μια άρτια, βαθιά συγκινητική ταινία, που κέρδισε το Όσκαρ ταινίας μικρού μήκους το 2000.  Η τρυφερή, μελαγχολική ομορφιά της μου ραγίζει την καρδιά κάθε φορά που τη βλέπω.



Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ

Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη
           μου επέστρεψε στον ήλιο.

Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της
           πέτρας και του αιθέρος.

Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.

Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,

Χειμώνα ελάχιστε,

Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς

Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ'ένα μικρό τριζόνι
              κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.

Οδυσσέας Ελύτης                                               

    
    πηγή: www.jessicatremp.com

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

ΕΠΙΚΑ ΔΙΑΒΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΚΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΑΔΡΑΝΕΙΑ

     Όπως είπα και στο προηγούμενο ποστ, αυτόν τον καιρό το' χω ρίξει στον Ντίκενς. Είναι βέβαια λιγάκι παράξενο, ενώ βρίσκομαι σε μια πανέμορφη παραλία στην Πάρο, με τον ήλιο να λάμπει και τη θάλασσα να στραφταλίζει, να διαβάζω για μέρη που περιγράφονται κάπως έτσι: "Πιο βρωμερό και πιο άθλιο μέρος δεν είχε ξαναδεί. Ο δρόμος είταν πολύ στενός κι όλο λάσπη κι ο αέρας γεμάτος βρωμερές αναθυμιάσεις.Υπήρχαν αρκετά μικρομάγαζα, μα το μόνο εμπόρευμα που πλεόναζε είταν κοπάδια ολόκληρα από κουτσούβελα που ακόμα και την προχωρημένη αυτή ώρα μπαινόβγαιναν απ' τις πόρτες ή ξεφώνιζαν απ' το εσωτερικό των σπιτιών. Τα μοναδικά μέρη που φαίνονταν να ευημερούν ανάμεσα στο γενικό μαρασμό αυτού του τόπου είταν τα καπηλειά·" (Όλιβερ Τουίστ, Κάρολος Ντίκενς, μτφρ. Π. Αναγνωστόπουλος, εκδόσεις Γκοβόστη).
     Μπορεί να φαίνεται κάπως παράταιρο. Δε διαφωνώ. Ωστόσο, το καλοκαίρι είναι η ιδανική εποχή για να διαβάσουμε κλασική λογοτεχνία και μάλιστα κάποιο από εκείνα τα ογκώδη, περιπετειώδη και πολυπρόσωπα μυθιστορήματα που μας συνεπαίρνουν και μας απορροφούν σε τέτοιο σημείο, που σχεδόν ξεχνάμε ότι έχουμε δική μας ζωή -όπως περιγράφει τόσο ωραία και η Ζέιντι Σμιθ σ' ένα κείμενό της. Το καλοκαίρι με τους αργούς ρυθμούς του μας επιτρέπει όχι μόνο ν' αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο στην ανάγνωση βιβλίων αλλά και να δώσουμε πιο πολλή προσοχή, να μεταφερθούμε στον χρόνο και τον χώρο και να εμπλακούμε στενότερα στις περιπέτειες των πολύπαθων ορφανών, των ερωτευμένων κυριών και των ιδεαλιστών στρατιωτικών.
     Με βάση τα παραπάνω, λοιπόν, οι συγγραφείς και τα βιβλία που θα πρότεινα γι' αυτό το καλοκαίρι είναι τα εξής:

  1. Ντίκενς, φυσικά. Πρώτος- πρώτος ο Όλιβερ Τουίστ (εκδόσεις Γκοβόστη)  κι ακόμα οι Μεγάλες Προσδοκίες (εκδόσεις Πόλις) κι ο Ζοφερός Οίκος (εκδόσεις Gutenberg).
  2. Τολστόι! Όπως λέει κι η Ζέιντι Σμιθ "Όταν το μόνο που κάνω είναι να παρακολουθώ ένα τετράχρονο να σκάβει μια μεγάλη λακκούβα στην άμμο, είναι ωραίο να ξέρω ότι κάπου αλλού ο ρωσικός στρατός προελαύνει". Πόλεμος και Ειρήνη (εκδόσεις Πατάκη) και Άννα Καρένινα (εκδόσεις Άγρα).
  3. Τσίρκας. Πριν από μερικά χρόνια, είχα περάσει όλο τον Ιούλιο διαβάζοντας τις Ακυβέρνητες Πολιτείες (εκδόσεις Κέδρος)· είχα τόσο πολύ βυθιστεί μέσα στην ιστορία, που νόμιζα ότι, βγαίνοντας από την εξώπορτα, δε θα βρεθώ στα ήσυχα δρομάκια της γειτονιάς, με τους γηραιούς κυρίους που πίνουν τον καφέ τους στο μπαλκόνι και τα παιδάκια που κάνουν ποδήλατο, αλλά στα λαβυρινθώδη σοκάκια του Καΐρου, όπου οι κατάσκοποι κι οι πράκτορες μηχανορραφούν, ρυθμίζοντας την τύχη της Ελλάδας μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. 
  4. Πάστερνακ. Δόκτωρ Ζιβάγκο. Ξέρουμε κι αγαπάμε την ομώνυμη ταινία, με τον Ομάρ Σαρίφ και την Τζούλι Κρίστι να προσπαθούν να ζήσουν τον έρωτά τους στη δίνη των γεγονότων της Ρώσικης Επανάστασης, οπότε σίγουρα θ' αγαπήσουμε ακόμα περισσότερο το ίδιο το μυθιστόρημα, που έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Ποταμός.
  5. Το Έπος Του Γκίλγκαμες (εκδόσεις Ιστός). Πριν λίγες μέρες διάβασα αυτό το άρθρο, στο οποίο ο συγγραφέας μιλάει για τον πανικό που νιώθει όταν κάποιος μη συστηματικός αναγνώστης του ζητά να του προτείνει ένα βιβλίο: η πρώτη του σκέψη είναι να προτείνει την Καρδερίνα της Ντόνα Ταρτ, όμως για κάποιο λόγο διακατέχεται από την ακατανίκητη επιθυμία να φωνάξει "Το Έπος Του Γκίλγκαμες!", καταπιέζοντας τελικά τον εαυτό του να μην το κάνει. Έχει πλάκα, γιατί έχω νιώσει ακριβώς το ίδιο, με τα ίδια δύο βιβλία· η Καρδερίνα είναι η ιδανική επιλογή: είναι πρόσφατο, είναι βραβευμένο και όλοι μιλάνε γι' αυτό με τα καλύτερα λόγια. Αντιθέτως, το Έπος Του Γκίλγκαμες είναι ένα έπος των Ασσυρίων που γράφτηκε πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια και μιλάει για τα κατορθώματα του ομώνυμου βαβυλωνιακού ήρωα, που θυμίζουν τα κατορθώματα του Αχιλλέα και του Οδυσσέα στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Φαντάζομαι λοιπόν να τα λέω αυτά σε κάποιον που μου ζήτησε απλώς να του προτείνω ένα βιβλίο και, καθώς οι φράσεις "πριν τέσσερις χιλιάδες χρόνια", "ασσυριακό έπος" και "βαβυλωνιακός ήρωας" βουίζουν μέσα στο κεφάλι του, ν' αποφασίζει να μη με ρωτήσει ποτέ ξανά για κανένα βιβλίο ή μάλλον, ποτέ ξανά, για τίποτα, μιας και το πιθανότερο είναι ν' αρχίσω να του μιλάω για τους Χετταίους και τους Φοίνικες, κι άλλους πολιτισμούς χαμένους στα βάθη των αιώνων. Επειδή όμως εδώ στο μπλογκ μπορώ να γράφω ό,τι μου κατέβει χωρίς να καταπιέζω και να λογοκρίνω τον εαυτό μου, προτείνω ανεπιφύλακτα, το έργο από το οποίο άρχισαν όλα, την ιστορία του μυθικού βασιλιά της μυθικής πόλης Ουρούκ, του Γκίλγκαμες.
Υ.Γ.: Πολλές από τις εκδόσεις που προτείνω πιο πάνω είναι εξαντλημένες. Αν δεν τις βρείτε, μπορείτε να κοιτάξετε στις δανειστικές βιβλιοθήκες -αυτό κάνω κι εγώ!


Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Ο ΝΤΙΚΕΝΣ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

     Εδώ και λίγο καιρό, μ' έχει πιάσει μια μανία με τον Ντίκενς· αν και γνώριζα τις υποθέσεις των πιο γνωστών έργων του από τις κινηματογραφικές μεταφορές τους ή από τα Κλασικά Εικονογραφημένα, ποτέ δεν είχα ενδιαφερθεί να διαβάσω τα ίδια τα μυθιστορήματα -μου φαίνονταν λίγο παιδικά, λίγο ξεπερασμένα, λίγο παλιομοδίτικα. Όταν όμως άρχισα να διαβάζω το Παλαιοπωλείο, συνειδητοποίησα τι έχανα τόσο καιρό! Μετά το Παλαιοπωλείο, ήρθε η σειρά του Όλιβερ Τουίστ και τώρα διαβάζω τις Μεγάλες Προσδοκίες, απολαμβάνοντας σε κάθε βιβλίο την περίτεχνη έκφραση, την εύστοχη ειρωνεία και τη ζωντάνια των χαρακτήρων. Όσο περισσότερο λοιπόν διαβάζω, τόσο πιο πολύ παρατηρώ το εξής: όλοι οι ήρωες, κάθε λίγο και λιγάκι, παίρνουν τους δρόμους: για να πάνε στο Λονδίνο, για να φύγουν από το Λονδίνο, για να συναντήσουν κάποιον, για να ξεφύγουν από κάποιον άλλο, για να ξεχάσουν κάποιον τρίτο· όλοι, περπατάνε για ώρες ή για μέρες, μίλια ολόκληρα, κι ο συγγραφέας μας δίνει λεπτομερείς πληροφορίες για τις διαδρομές τους -λέει, για παράδειγμα, όταν περιγράφει την είσοδο του Όλιβερ στο Λονδίνο: "η ώρα ήταν σχεδόν έντεκα όταν έφτασαν στα διόδια του Ίσλινγκτον. Πέρασαν απ' το Άντζελ στο δρόμο του Σαιν Τζων· κατηφόρισαν το δρομάκι που τελειώνει στο Θέατρο Σάντλερ Γουέλς· από κει μπήκαν στην Έξμαουθ Στρητ και στο Κόπις Ρόου· κατέβηκαν στη μικρή πλατεία πλάι στο Φτωχοκομείο· διέσχισαν τον κλασικό χώρο που είχε κάποτε τ' όνομα "Χόκλεϋ -ιν -δι- Χόουλ", από κει έφτασαν στο Μικρό Λόφο Σάφρον κι ύστερα στο Μεγάλο Λόφο Σάφρον", δίνοντάς μας την εντύπωση ότι ήταν μια διαδρομή που ήξερε πολύ καλά.
    Και πραγματικά θα την ήξερε, όπως ήξερε ένα σωρό διαδρομές στην αγγλική μητρόπολη, μιας και ανήκε στη μεγάλη φυλή των μανιωδών πεζοπόρων, όπως κι ο Σέξπιρ, ο Μπλέικ και ο ντε Κουίνσι. Σύμφωνα με τον Matthew Beaumont, στο βιβλίο του Nightwalking: A Nocturnal History of London (για το οποίο διάβασα στο flavorwire.com, από όπου πήρα και τις παρακάτω πληροφορίες), αυτή η δραστηριότητα του ήταν άκρως απαραίτητη για τη συγγραφή των έργων του. Μάλιστα ο Chesterton, στη μονογραφία του για τον Ντίκενς υποστήριζε ότι χρωστούσε την αυθεντικότητα και την ιδιοφυΐα του στο ότι "κατείχε το κλειδί για τον δρόμο· τ' αστέρια του ήταν οι λάμπες των δρόμων· ο ήρωάς του ήταν ο άνθρωπος των δρόμων". Κι ο ίδιος, άλλωστε, ήταν, κατά κάποιον τρόπο, άνθρωπος των δρόμων. Περπατώντας στους δρόμους του Λονδίνου στο φως της μέρας και κυρίως στο σκοτάδι της νύχτας, προσπαθούσε να λύσει τα μυστήρια της πόλης, καθώς και τα μυστήρια της δικής του, αινιγματικής ύπαρξης. Περιπλανιόταν χωρίς σκοπό, ωστόσο συχνά κατέληγε σε μέρη που τον είχαν σημαδέψει. Για παράδειγμα, όπως εξομολογείται στον Φόρστερ, φίλο και ομότεχνό του, σ' ένα γράμμα του το 1847, πολλές φορές τα βήματά του τον έφερναν στον χώρο του εργοστασίου βερνικιού στο οποίο δούλευε όταν ήταν παιδί κι ο πατέρας του ήταν στη φυλακή για χρέη. Άλλες φορές χασομερούσε έξω από το σπίτι της Μαρίας Γουίντερ, της γυναίκας που είχε παλιότερα απαρνηθεί τον έρωτά του. Φαίνεται δηλαδή ότι αυτή η νυχτερινή περιπλάνηση έφερνε ξανά στην επιφάνεια τραυματικές εμπειρίες της ζωής του κι ήταν παράλληλα μια περιπλάνηση στο παρελθόν του.
     Εκτός όμως από την επίδραση που είχε στην ψυχολογία του, το περπάτημα ασκούσε καθοριστική επίδραση και στο γράψιμό του, που ήταν για τον Ντίκενς μια ακόμα ψυχαναγκαστική δραστηριότητα. Το περπάτημα ήταν αυτό που τον αποφόρτιζε από την πίεση που ένιωθε όταν έγραφε. Όπως εξομολογούνταν σ' ένα γράμμα προς τον φίλο του Cornelius Felton, καθηγητή ελληνικών στο Harvard, "Πάνω από τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα (το βιβλίο που έστελνε στον Felton), ο Τσάρλς Ντίκενς έκλαψε και γέλασε κι έκλαψε ξανά και παθιάστηκε με τον πιο εκπληκτικό τρόπο κατά τη σύνθεσή του· γι' αυτό περπάτησε στους σκοτεινούς δρόμους του Λονδίνου, δεκαπέντε και είκοσι μίλια, πολλές νύχτες, όταν όλοι οι νηφάλιοι άνθρωποι είχαν πάει για ύπνο".
     Αν για κάποιο λόγο όσο καιρό έγραφε ένα βιβλίο δε μπορούσε να τριγυρίσει στους νυχτερινούς λονδρέζικους δρόμους, ένιωθε ότι δε μπορούσε να λειτουργήσει, ότι η πλοκή του έμενε στάσιμη και οι χαρακτήρες του δεν εξελίσσονταν. Τον Αύγουστο του 1846, όταν ζούσε με την οικογένειά του στη Λοζάννη κι έγραφε το Ντόμπι και Υιος, παραπονιόταν στον Φόρστερ για την έλλειψη δρόμων και προσώπων· "δε μπορώ να εξηγήσω πόσο τα χρειάζομαι. Φαίνεται σαν να προμηθεύουν το μυαλό μου με κάτι που δε αντέχω να χάσω. Ο μόχθος του καθημερινού γραψίματος χωρίς το Λονδίνο, αυτόν τον μαγικό φανό, είναι τεράστιος. Οι ήρωές μου λιμνάζουν χωρίς πλήθη γύρω τους". Ο Ντίκενς αρρώσταινε όταν δεν είχε πρόσβαση στη φαντασμαγορία της μητρόπολης, ιδίως τη νύχτα, που έμοιαζε περισσότερο με μαγικό φανό. Ακόμα και σε αστικά κέντρα όπως η Γενεύη και η Γένοβα ένιωθε κλειστοφοβικά, γιατί δεν είχε την ίδια ελευθερία να περιπλανιέται. Δεν ένιωθε όμως το ίδιο και στο Παρίσι, όπου, όπως μας πληροφορεί ο Φόρστερ, την ίδια μέρα που έφτασε μαζί με την οικογένειά του, τους άφησε και έκανε μια "κολοσσιαία" βόλτα στην πόλη. Οι πολύωρες αυτές βόλτες έδιναν στον Ντίκενς τη δυνατότητα να λυτρωθεί από αφόρητα συναισθήματα και ν' απαλλαγεί από τα φαντάσματά του. Τον Ιανουάριο του 1847, όπως αναφέρει ο Πίτερ Άκροιντ, "έσφαξε", κατά τη δική του έκφραση, τον Πολ Ντόμπι (ήρωα στο Ντόμπι και Υιος) και μετά περπάτησε στους δρόμους του Παρισιού ως την αυγή. Μ' αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να ξεφορτωθεί ένα από τα φαντάσματά του, "να το χάσει μέσα στο πλήθος", όπως έλεγε ο ίδιος. Πολλές φορές όμως, μέσω της φαντασίας ή των αναμνήσεών του, οι ίδιοι αυτοί νυχτερινοί περίπατοι εμφάνιζαν ως δια μαγείας άλλα φαντάσματα, από τα οποία δεν μπορούσε -και μάλλον δεν ήθελε- να ξεφύγει.


     

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

ΈΝΑ ΝΤΑΝΤΑΪΣΤΙΚΟ ΦΙΛΜ

     Σήμερα, λίγος ακόμα μεγαλειώδης ντανταϊσμός· όχι μια φωτογραφία, ούτε ένας πίνακας, ούτε καν ένα ποίημα, αλλά ένα κινηματογραφικό έργο, το οποίο πραγματοποιήθηκε με τη σύμπραξη των επιφανέστερων της παρισινής αβάν- γκαρντ! Αναφέρομαι στο "Entr' Acte", την ταινία που γύρισε το 1924 (τέσσερα ολόκληρα χρόνια πριν τον "Ανδαλουσιανό Σκύλο" του Μπουνιουέλ) ο Ρενέ Κλαιρ, σε σενάριο του Φράνσις Πικαμπιά και μουσική του Ερίκ Σατί. Το εικοσάλεπτο περίπου φιλμ δημιουργήθηκε για να προβληθεί στο διάλειμμα μεταξύ των δύο πράξεων (entr' acte) του έργου, Relâche - δημιούργημα κι αυτό των Πικαμπιά- Σατί -, το οποίο παρουσιάστηκε από το Σουηδικό Μπαλέτο στα Ηλύσια Πεδία.
     Τώρα, για την υπόθεση, δε μπορούμε να πούμε πολλά πράγματα, τουλάχιστον δε μπορούμε να πούμε πράγματα που θα'χουν συνοχή. Η ταινία ξεκινά με τους Σατί και Πικαμπιά να ρίχνουν μ'ένα κανόνι που φαίνεται σαν να στοχεύει τους θεατές· σε κάποια στιγμή βλέπουμε τον Μαν Ρέι να παίζει σκάκι με τον Μαρσέλ Ντισάν· ακόμα, μια μπαλαρίνα που χορεύει και τέλος, μια νεκροφόρα που τη σέρνει μια καμήλα, τους πενθούντες που τρέχουν από πίσω της και το φέρετρο που γλιστρά και κατρακυλά στους δρόμους και τα χωράφια, ώσπου ανοίγει, βγαίνει από μέσα ο νεκρός, που είναι όμως ζωντανός, κι εξαφανίζει έναν- έναν τους παριστάμενους, αφήνοντας τελευταία την αφεντιά του. Αυτό ήταν! Μπορεί να μη βγάζει νόημα -άλλωστε, το νόημα του νταντά είναι να μη βγάζει νόημα- ωστόσο, αφήνει την ίδια απελευθερωτική αίσθηση που μεταδίδουν όλα τα έργα του ντανταϊσμού. Ζήτω το νταντά λοιπόν!



Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΝΕΦΕΛΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

     Σήμερα, εκτός από πρώτη μέρα του καλοκαιριού, είναι και η πρώτη μέρα του Φεστιβάλ Αθηνών. Κατά μία έννοια, το φεστιβάλ μοιάζει με τα Μεγάλα Διονύσια, μια από τις λαμπρότερες γιορτές της Αθήνας στην αρχαιότητα. Τα Μεγάλα Διονύσια γιορτάζονταν βέβαια την άνοιξη, όχι το καλοκαίρι, ωστόσο, το βασικό στοιχείο της γιορτής ήταν η παρουσίαση δραμάτων, τραγωδιών και κωμωδιών, για τα οποία συνέρρεαν οι Αθηναίοι και οι ξένοι στο θέατρο του Διονύσου, κάτω από την Ακρόπολη, από τα ξημερώματα. Η σύγχρονη Αθήνα μπορεί να μην έχει τη λάμψη της αρχαιότητας, εμείς όμως την αγαπάμε, και περιμένουμε κάθε χρόνο το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου για να δούμε καινούρια πράγματα και πιο πολύ για ν' απολαύσουμε παραστάσεις αρχαίου δράματος.
     Παρακάτω, λοιπόν, ένα απόσπασμα από την πάροδο των Νεφελών, του έργου του Αριστοφάνη που παίχτηκε πρώτη φορά το 423 π.Χ. και χάρισε στον ποιητή την τρίτη θέση. Στο παρατιθέμενο κομμάτι, ο Σωκράτης, γνώστης των ουράνιων φαινομένων, επικαλείται τις ουράνιες θεές στις οποίες πιστεύουν οι μυημένοι, τις Νεφέλες, κι εκείνες, πριν εμφανιστούν στην ορχήστρα, τραγουδούν αθέατες τους παρακάτω στίχους, που αποτελούν έναν ύμνο για την αγαπημένη πόλη. Η εξαιρετική μετάφραση είναι του Κώστα Βάρναλη, αλλά δε μπορώ να μην παραθέσω το απόσπασμα και στη ζείδωρη γλώσσα του πρωτότυπου, το οποίο μπορείτε να βρείτε εδώ.

ΧΟΡΟΣ

Ας υψωθεί, ω αιώνιες αδερφάδες,
απ' του πατέρα Ωκεανού τα βροντερά τα μάκρη
απάνου απ' τις δασές βουνοκορφάδες
ψηλά τ' ανεμοτάξιδο και δρόσινο κορμί μας
εκείθε ν' αγναντέψουμε του κόσμου πάσαν άκρη,
τη γης την οργωμένη και τα πλούσια
τα φύτρα, τους καρπούς και τα ποτάμια,
τη θάλασσα τη μακριαντιλαλούσα.
Το μέγα μάτι τ' ουρανού αντικρύ μας
πλημμύρισε με φως την πλάση.
Ας ρίξουμε απ' την άφθαρτη ειδή μας
τη βρόχινη άχνα και ας θαμάσει
το μάτι μας τη γης την ποθητή μας.
........................................................
Παρθένες βροχοφόρες, πάμε αντάμα
στην πλούσια χώρα, που γεννάει τα παλικάρια,
στης Παλλάδας, στου Κέκροπα το θάμα!
Εκει μυστήρια ανείπωτα, ιερά
γιορτάζονται κάθε φορά
κι ανοίγει τ' άδυτα ο ναός στους μύστες μόνο·
εκεί ναοί κι αγάλματα των θεών,
πομπές, θυσίες και γλέντια όλο το χρόνο
κι όταν ο κάμπος λουλουδίζει,
βαστά πασίχαρ' η γιορτή του Βάκχου μέρες
κι η χώρ' αστράφτει και βουίζει
από χορούς, τραγούδια και φλογέρες.

ΧΟΡΟΣ

275ἀέναοι Νεφέλαι 
ἀρθῶμεν φανεραὶ δροσερὰν φύσιν εὐάγητον
πατρὸς ἀπ᾽ Ὠκεανοῦ βαρυαχέος 
ὑψηλῶν ὀρέων κορυφὰς ἐπὶ 
280δενδροκόμουςἵνα 
τηλεφανεῖς σκοπιὰς ἀφορώμεθα
καρπούς τ᾽ ἀρδομέναν ἱερὰν χθόνα
καὶ ποταμῶν ζαθέων κελαδήματα
καὶ πόντον κελάδοντα βαρύβρομον
285ὄμμα γὰρ αἰθέρος ἀκάματον σελαγεῖται 
μαρμαρέαις ἐν αὐγαῖς
ἀλλ᾽ ἀποσεισάμεναι νέφος ὄμβριον 
ἀθανάτας ἰδέας ἐπιδώμεθα 
290τηλεσκόπῳ ὄμματι γαῖαν.
................................................
παρθένοι ὀμβροφόροι 
300ἔλθωμεν λιπαρὰν χθόνα Παλλάδοςεὔανδρον γᾶν 
Κέκροπος ὀψόμεναι πολυήρατον
οὗ σέβας ἀρρήτων ἱερῶνἵνα 
μυστοδόκος δόμος 
ἐν τελεταῖς ἁγίαις ἀναδείκνυται
305οὐρανίοις τε θεοῖς δωρήματα
ναοί θ᾽ ὑψερεφεῖς καὶ ἀγάλματα
καὶ πρόσοδοι μακάρων ἱερώταται
εὐστέφανοί τε θεῶν θυσίαι θαλίαι τε
310παντοδαπαῖς ἐν ὥραις
ἦρί τ᾽ ἐπερχομένῳ Βρομία χάρις
εὐκελάδων τε χορῶν ἐρεθίσματα
καὶ μοῦσα βαρύβρομος αὐλῶν.


Nelly's, η Ουγγαρέζα χορεύτρια Nikolska στον Παρθενώνα, 1929