Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

EDMUND DULAC

     Έχω δείξει πολλές φορές στο μπλογκ πόσο μ' αρέσουν τα εικονογραφημένα βιβλία, με ιδιαίτερη προτίμηση στους εικονογράφους της Χρυσής Εποχής της Εικονογραφίας (1880-1920), όπως ο Kay Nielsen κι ο Edmund Dulac. Ο Dulac γεννήθηκε στη Γαλλία το 1882 αλλά μετά το Πανεπιστήμιο (ξεκίνησε στη Νομική, για να τον κερδίσει τελικά η Καλών Τεχνών) μετοίκισε στο Λονδίνο, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Η πρώτη δουλειά που του ανατέθηκε ήταν η εικονογράφηση των βιβλίων των αδερφών Μπροντέ, ενώ στη συνέχεια τα έργα του κόσμησαν εκδόσεις των βιβλίων Χίλιες και μια Νύχτες, η Καταιγίδα του Σαίξπηρ, Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ, Παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και Ποιήματα του Ε.Α. Πόε. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι πολυτελείς εκδόσεις βιβλίων σταμάτησαν να είναι δημοφιλείς, οπότε ο Dulac στράφηκε σε άλλα μέσα για να κερδίζει τα προς το ζην: πορτρέτα, γελοιογραφίες σ' εφημερίδες και φιλοτέχνηση γραμματοσήμων. Ασχολήθηκε ακόμα με το θέατρο και συχνά μαζί με τον Yeats και τον Ezra Pound ανέβαζαν παραστάσεις του Θεάτρου Νο, στις οποίες ο Dulac είχε αναλάβει τα κοστούμια, τα σκηνικά και τη σύνθεση της μουσικής. Ωστόσο, ποτέ δε σταμάτησε ν' ασχολείται με τη μεγάλη του αγάπη, την εικονογράφηση βιβλίων. Τα έργα του, μ' επιρροές από τους Προραφαηλίτες και την Αρ Νουβό, δίνουν την αίσθηση βαρύτιμης χλιδής κι αποπνέουν μελαγχολική μεγαλοπρέπεια, δημιουργώντας μια ονειρική, νωχελική ατμόσφαιρα, που κάνει κάθε εικόνα να φαίνεται σαν να ξεπήδησε από το Λυχνάρι του Αλαντίν.

από τις Χίλιες και Μια Νύχτες

Από τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ

Από τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ

Από τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ

Από το Αηδόνι του Αυτοκράτορα

Από την Πριγκίπισσα και το Ρεβύθι

Από τα Ποιήματα του Ε.Α. Πόε

Από τα Ποιήματα του Ε.Α. Πόε

Πηγές (για το κείμενο και τις εικόνες): norman.hrc.utexas.edu και artpassions.net

Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

ΓΙΑ ΤΟΝ ΌΡΟ "ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ"

Λαθεμένο μου φαινόταν πάντα τ' όνομα που μας δίναν:
     "Μετανάστες".
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα' ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
     στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλη όχθη, πνίγοντας μ' ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
     ν' απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ' απ' όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ' εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ' τα στρατόπεδά τους. Εμείς
     οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει τη ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.

Μπ. Μπρεχτ, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, εκδόσεις Θεμέλιο.

πηγή: www.theatlantic.com

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥΙΣ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ ΣΤΙΣ ΝΟΤΙΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ

     Δεν ξέρω ποιο ήρθε πρώτο: η αγάπη για τα βιβλία ή η αγάπη για τα ταξίδια. Μάλλον προηγήθηκε η αγάπη για τα βιβλία, όλες αυτές οι φοβερές περιπέτειες σε μακρινά μέρη με ονόματα εξωτικά που γέννησαν μέσα μου την επιθυμία να ταξιδέψω. Ίσως όμως η λαχτάρα του ταξιδιού να προϋπήρχε κι επειδή η μόνη διέξοδος ήταν το νοερό ταξίδι μέσ' από τις περιπλανήσεις των μυθιστορηματικών ηρώων, αγάπησα τόσο το διάβασμα. Σε κάθε περίπτωση, ως παιδί, αγαπούσα με πάθος τους συγγραφείς εκείνους που είχαν ζήσει μια ζωή περιπέτειας και περιπλάνησης ανάλογη με αυτή των ηρώων τους. Ήταν για μένα οι άνθρωποι που είχαν κατακτήσει την απόλυτη ευτυχία, αφού είχαν καταφέρει να συνδυάσουν τα δύο πιο υπέροχα πράγματα στον κόσμο, τη λογοτεχνία και το ταξίδι.
     Μεγαλώνοντας, άρχισα να συνειδητοποιώ την πραγματικότητα με την οποία ερχόμαστε όλοι αντιμέτωποι στη φάση της ενηλικίωσης: τα πράγματα στη ζωή δεν είναι απλά· τα πράγματα στη ζωή είναι περίπλοκα κι ο χειρότερος εχθρός μας σ' αυτόν τον μπερδεμένο, παράλογο κόσμο δεν είναι άλλος από τον εαυτό μας. Ο Χεμινγκουέι, λοιπόν, αφού πήρε μέρος στον Ισπανικό Εμφύλιο, κυνήγησε λιοντάρια στην Αφρική και ήπιε αμέτρητα μοχίτο στην Κούβα, φύτεψε μια σφαίρα στο κεφάλι του, όπως είχε κάνει χρόνια πριν και ο πατέρας του. Ο Κίπλινγκ, που είχε γεννηθεί στην Ινδία και είχε ταξιδέψει σχεδόν παντού, δεν ήταν ένας άνθρωπος μονίμως ερωτευμένος με τον απέραντο κόσμο -κάπως σαν τον Κιμ στο ομώνυμο έργο του- αλλά μονόχνοτος, μοναχικός και πολύ μα πολύ δυστυχισμένος.
     Το ίδιο περίπου συνέβαινε και με τον Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, τον συγγραφέα που έγραψε την πιο θρυλική παιδική περιπέτεια, το Νησί των Θησαυρών, και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στα τροπικά νησιά του Ειρηνικού. Το 1888 ξεκίνησε από το Σαν Φρανσίσκο το ταξίδι του για τις Νότιες Θάλασσες, έχοντας μαζί του τη μητέρα του, τη γυναίκα του και τον γιο της. Στα τρία επόμενα χρόνια επισκέφθηκε τα νησιά της Χαβάης, την Ταϊτή, τη Νέα Ζηλανδία και τη Σαμόα. Σε όλ' αυτά τα μέρη ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με διάφορους ιθαγενείς, όπως τον φύλαρχο Κο-ο-αμούα, "μεγάλο κανίβαλο της εποχής, αφού στην επιστροφή του προς το σπίτι έτρωγε τους εχθρούς που είχε σκοτώσει". Το 1890 εγκαταστάθηκε μόνιμα σ' ένα νησί της Σαμόας, όπου οι ντόπιοι του έδωσαν το όνομα "Τουσιτάλα" (παραμυθάς) κι έρχονταν να τον συμβουλευτούν για όλα τα σημαντικά ζητήματα της κοινότητας.
     Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο συναρπαστικά όσο φαίνονται. Στην πραγματικότητα, επιθυμούσε διακαώς να γυρίσει στο Εδιμβούργο αλλά ή κατεστραμμένη υγεία του δεν του επέτρεπε ένα τέτοιο μακρινό ταξίδι. Εξαιτίας των χρόνιων προβλημάτων με την υγεία του, η γυναίκα του τον φρόντιζε σε σημείο που του έφερνε απόγνωση: του είχε απαγορεύσει εντελώς το ποτό και το κάπνισμα κι ο Στήβενσον, στην προοπτική μιας ζωής χωρίς αυτά, ήθελε, όπως έγραφε, "να βάλει τις φωνές, ν' αρχίσει τις κλωτσιές και να φύγει τρέχοντας". Εκτός από τη νοσταλγία για την πατρίδα και τη σιδηρά πειθαρχία που είχε επιβάλει η γυναίκα του, είχε και τους φόβους του να τον ταλαιπωρούν. Ό,τι έγραφε, δεν του φαινόταν αρκετά καλό κι ανησυχούσε ότι η έμπνευσή του είχε πια στερέψει. Περισσότερο όμως φοβόταν μήπως αρρωστήσει ξανά και πεθάνει αργά και βασανιστικά. Μπροστά σ' αυτή την πιθανότητα, προτιμούσε, κατά τα λεγόμενά του, να πνιγεί ή να πέσει από άλογο ή να έχει οποιονδήποτε άλλο ακαριαίο θάνατο. Τελικά, η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε: το απόγευμα της 3ης Δεκεμβρίου του 1894, ενώ στεκόταν στη βεράντα μαζί με τη γυναίκα του, σφίγγοντας το κεφάλι με τα δυο του χέρια, φώναξε "Μα τι είναι αυτό;" κι αμέσως μετά "Σου φαίνομαι παράξενος;". Την ίδια στιγμή έπεσε αναίσθητος με εγκεφαλική αιμορραγία και λίγο αργότερα πέθανε. Ήταν μόνο 44 ετών. Τον έθαψαν στο όρος Βαέα, σε υψόμετρο 4.000 μέτρα από τη θάλασσα. Πάνω στον τάφο του χάραξαν ένα ποίημα που είχε συνθέσει ο ίδιος πριν από πολλά χρόνια και είχε ζητήσει να μπει στον τάφο του όταν πεθάνει. Το ποίημα ήταν το εξής:

"Under the wide and starry sky
Dig the grave and let me lie;
Glad did I live and gladly die
And I laid me down with a will
This be the verse you grave for me;
"Here he lies, where he longed to be;
Home is the sailor, home from the sea,
And the hunter home from the hill".

Δεν ξέρω αν το ποίημα αυτό δείχνει τη στωική στάση του Στήβενσον απέναντι στο θάνατο ή την επιθυμία να τελειώνει επιτέλους μ' αυτό το πράγμα που λέγεται ζωή, πάντως τα τελευταία χρόνια της ζωής του μας υπενθυμίζουν ότι τον εαυτό μας τον κουβαλάμε παντού, ακόμα και στις εξωτικές, παραμυθένιες Νότιες Θάλασσες.



Υ.Γ.: Πολλές από τις πληροφορίες που περιέχονται στο παραπάνω ποστ προέρχονται από το βιβλίο "Γράφοντας τις ζωές των άλλων" του Χαβιέρ Μαρίας (μτφρ. Γεωργία Ζακοπούλου), που κυκλοφορεί  από τις εκδόσεις Πατάκη.

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

ΑΠΟ ΤΗΝ "ΑΜΟΡΓΟ"

Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε
            μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνου στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο
             τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
              τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγκανοπήγαδο σκουρια-
              σμένο βογκάει
Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους
              το καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη
              μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων
Μαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε
Και μια καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι
Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα
             στ' αστέρια
Τόσους αιώνες φευγάτο
Από των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλους της Βαλτι-
             μόρης
Κι απ' τη χαμένη Αγια- Σοφιά το μέγα μοναστήρι.
Έτσι σ' ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπα-
            ναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο
Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μια τρυφε-
            ρη μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω
           στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά-σιγά σαν τον
           κλέφτη
Από το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!
[...]

Νίκος Γκάτσος


Jessica Tremp (πηγή: www.jessicatremp.com)

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

ΓΚΙΑΚ

   
     Τα διηγήματα που περιλαμβάνονται στο "Γκιακ", το τελευταίο βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου, είναι αφηγήσεις αντρών από τ' αρβανιτοχώρια της περιοχής της Λοκρίδας, οι οποίοι πήραν μέρος στον Μικρασιατικό Πόλεμο· το θέμα όμως δεν είναι τόσο ο ίδιος ο πόλεμος, όσο το βάρος της εμπειρίας του πολέμου μετά την επιστροφή στην "κανονική" ζωή -και μάλιστα μια ζωή που κινείται σε πλαίσιο αυστηρά καθορισμένο από τους χθόνιους νόμους ενός πατροπαράδοτου κώδικα τιμής. Οι ήρωες, φορείς αυτής της αρχέγονης παράδοσης, προσπαθούν να βρουν τη θέση τους στον κόσμο και τη ζωή του χωριού τους αλλά έχουν πια αλλάξει· ο πόλεμος, η ευθύνη των όσων έχουν συμβεί εκεί, μπορεί να βαραίνουν με διαφορετικό τρόπο πάνω στους ώμους κάθε ήρωα, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση καταφέρνουν να τους τσακίσουν. Άνθρωποι λαϊκοί, που λειτουργούν κυρίως με το ένστικτο, αφήνουν να φανεί το κομμάτι εκείνο της ψυχής τους που'ναι "μαύρο σαν του λαγού το αίμα", μέσα από μια σειρά μονολόγων/ διαλόγων, όπου η σχέση του συνομιλητή με τον αφηγητή αποκαλύπτεται στην τελευταία πρόταση. Αυτός ακριβώς ο εξομολογητικός τόνος της ιστορίας, που λέγεται από τη μεριά του θύτη, είναι που κάνει τον αναγνώστη (όπως και το περιβάλλον του ήρωα) να νιώθει άβολα καθώς προχωρά την ανάγνωση και συνειδητοποιεί αυτά που ξέρει και προτιμά να ξεχνάει όσον αφορά στον πόλεμο. Με τον ίδιο τρόπο, άλλωστε, ξεχνά και τις συνθήκες παραγωγής των προϊόντων μαζικής κατανάλωσης ή τις συνθήκες σφαγής των ζώων: όλα μπορούμε να τα ξεχάσουμε, αρκεί να φεύγει από πάνω μας η ευθύνη, αρκεί να είναι προς όφελός μας, όπως άλλωστε υπογραμμίζει ο συγγραφέας στην πιο δυνατή ιστορία, το "Νόκερ", που πολύ σωστά έχει τοποθετηθεί στο τέλος του βιβλίου. Η γραφή του Παπαμάρκου, που χρησιμοποιεί το ιδίωμα της περιοχής, είναι αδρή, δωρική, και η πλοκή σφιχτοδεμένη. Τίποτα δεν περισσεύει στο έργο αυτό, που έρχεται από πολύ παλιά αλλά φέρνει κάτι καινούριο.

Υ.Γ.: Το βιβλίο, που έχει πάρει το βραβείο διηγήματος του περιοδικού  Αναγνώστης  (www.oanagnostis.gr), κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες, έναν καινούριο εκδοτικό οίκο, ο οποίος ήδη έχει να επιδείξει εξαιρετικές εκδόσεις .

Nuri Bilge Ceylan, "The Road Home" (πηγή: www.nuribilgeceylan.com)

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

ΤΟ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

     Αν εξαιρέσουμε τα ακατανόητα εκείνα πλάσματα που προτιμούν τον χειμώνα, το κρύο, το ντύσιμο-κρεμμύδι και τις μικρές μέρες, οι περισσότεροι από μας αγαπάμε τη λιακάδα, την ανεμελιά και την απλότητα του καλοκαιριού. Για την ακρίβεια, δε νομίζω να υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει ονειρευτεί έστω και μια φορά το ατέλειωτο καλοκαίρι, τη συνεχή μετακίνηση από μέρος σε μέρος, κυνηγώντας τον καλοκαιρινό ήλιο όλο τον χρόνο. Αυτήν ακριβώς τη φαντασίωση πραγματοποίησαν δύο Αμερικάνοι το 1966, στο "Endless Summer", την εμβληματική ταινία των σίξτις, που η επιρροή της στη νεανική κουλτούρα και την pop αισθητική φτάνει ως τις μέρες μας. Βέβαια, οι πρωταγωνιστές του φιλμ, οι οποίοι υποδύονται τους εαυτούς τους, δεν κυνηγούν γενικά το καλοκαίρι, αλλά το τέλειο κύμα, το όνειρο κάθε σέρφερ, μιας και η ταινία έχει ως θέμα της το σέρφινγκ. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η ταινία απευθύνεται μόνο σε όσους ενδιαφέρονται για το σερφ: καθώς ακολουθούμε τους δύο σέρφερ από την Καλιφόρνια στη Σενεγάλη, τη Γκάνα και τη Νιγηρία κι από κει στην Νότια Αφρική, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, με τελικούς σταθμούς του ταξιδιού την Ταϊτή και τη Χαβάη, μεταφερόμαστε σε μια άλλη, πιο αθώα, πιο χαμηλών τόνων εποχή, χωρίς χορηγούς και χωρίς εντυπωσιακές φιγούρες -παρ'όλο που δε λείπει η χαρακτηριστική αμερικάνικη άγνοια για τους άλλους πολιτισμούς. Όσο η ταινία κυλά, εικόνες απάτητων παραλιών και μαγευτικών τοπίων διαδέχονται εικόνες με παστέλ σκαραβαίους και τρανζιστοράκια, όλες τους ιδωμένες με τη φρεσκάδα που ανήκει μόνο στους νέους, αλλά, για να πούμε την αλήθεια, όλοι μας επιθυμούμε να ξανανιώσουμε όταν φτάνει το καλοκαίρι...



Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Ο ΜΑΡΚ ΤΟΥΑΙΗΝ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ

... με το υπέροχο μπανιερό του, ατενίζει σκεφτικός τη θάλασσα, όχι σε κάποια παραλία της Αττικής (είπαμε, μόνο την Ακρόπολη κατάφερε να δει, άντε να φάει και μερικά σταφύλια), αλλά στις εξωτικές Βερμούδες.

(πηγή: repeatingislands.com)