Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

ΈΝΑΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΤΟΥ ΜΙΖΟΥΡΙ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΠΑΛΛΑΔΑΣ

     Το 1867, ο Μαρκ Τουαίην, που ταξίδευε με το κρουαζιερόπλοιο "Κουάκερ Σίτι" ως ταξιδιωτικός ανταποκριτής της εφημερίδας "Άλτα Καλιφόρνια", έφτασε στον Πειραιά, με σκοπό να επισκεφτεί την Ακρόπολη. Ωστόσο, ο διοικητής του Πειραιά ανακοίνωσε στους επιβάτες ότι έπρεπε ή να φύγουν ή να μείνουν επί έντεκα μέρες σε καραντίνα μέσα στο πλοίο, προτού τους επιτρέψει να πατήσουν στην ξηρά. Ως εκ τούτου, ο καπετάνιος αποφάσισε να μείνουν αγκυροβολημένοι για δώδεκα περίπου ώρες μέχρι να ανεφοδιαστούν και μετά να φύγουν για Κωνσταντινούπολη. Παρά τη μεγάλη απογοήτευση, ο Τουαίην και τρεις άλλοι επιβάτες αποφάσισαν ν' αγνοήσουν τους περιορισμούς και να κατέβουν από το πλοίο κρυφά μέσα στη νύχτα, με σκοπό να φτάσουν στον λόφο της Ακρόπολης. Μετά από αρκετές ώρες διαδρομής ανάμεσα σε αμπέλια, κατάφεραν τελικά να μπουν στο αρχαίο μνημείο. Αν και ο συγγραφέας δεν προσδιορίζει την ημερομηνία, ήταν σίγουρα καλοκαίρι (τα αμπέλια ήταν γεμάτα σταφύλια, που, φυσικά, τα ρήμαξαν) και είχε πανσέληνο. Με άλλα λόγια, ήταν μια νύχτα σαν τη σημερινή, σε μια Αθήνα εντελώς διαφορετική· ή όχι και τόσο διαφορετική: ακόμα και σήμερα, οι κίονες στέκουν μεγαλοπρεπείς πάνω από την πόλη που ονειρεύεται, με τη θάλασσα -ασημένια στο φεγγαρόφωτο- πέρα μακριά...
     Καθώς περιπλανιόμαστε σκεπτικοί σ' αυτο το μαρμαροστρωμένο επιβλητικό ναό, η σκηνή γύρω μας ήταν παράξενα εντυπωσιακή. Εδώ κι εκεί, σε υπερβολική αφθονία, υπήρχαν στηριγμένα σε μαρμάρινες πλάκες, λαμπερά λευκά αγάλματα αντρών και γυναικών, μερικά χωρίς χέρια, μερικά χωρίς πόδια, άλλα χωρίς κεφάλια -όμως όλα φαίνονταν σαν λυπημένα στο φεγγαρόφωτο και εκπληκτικά ανθρώπινα! Στέκονταν όρθια κι αντιμετώπιζαν το μεσονύκτιο εισβολέα από κάθε πλευρά, τον κοίταζαν με τα πέτρινα μάτια τους από κρυφές γωνιές και εσοχές. Τον παραφύλαγαν πάνω από θρυμματισμένους σωρούς, πέρα μακριά στους έρημους διαδρόμους. Του έκλειναν το δρόμο στη μέση του μεγάλου πρόναου και του έδειχναν αυστηρά, με βραχίονες χωρίς χέρια, το δρόμο που  έβγαζε από τον ιερό ναό. Και μέσα από τον χωρίς στέγη ναό, το φεγγάρι κοίταζε κάτω και χάραζε γραμμές στο δάπεδο, σκοτείνιαζε τα σκορπισμένα συντρίμμια και τα σπασμένα αγάλματα με τις γερτές σκιές των κιόνων...
     Το ολόγιομο φεγγάρι ταξίδευε τώρα ψηλά στον ανέφελο ουρανό. Περιπλανηθήκαμε αφηρημένοι και χωρίς να σκεφτόμαστε, μέχρι την άκρη των επιβλητικών επάλξεων του οχυρού και κοιτάξαμε κάτω -ένα θέαμα! Και τι θέαμα! Η Αθήνα στο φεγγαρόφωτο! Ασφαλώς αυτό το θέαμα θα είχε δει ο προφήτης που νόμιζε πως του είχαν αποκαλυφθεί τα μεγαλεία της Νέας Ιερουσαλήμ! Η πόλη εκτεινόταν στην επίπεδη πεδιάδα ακριβώς κάτω από τα πόδια μας -απλωμένη όλη σαν μια ζωγραφιά- κι εμείς την κοιτάζαμε σαν να τη βλέπαμε από αερόστατο. Δεν είδαμε τίποτε που να μοιάζει με δρόμο, όμως κάθε σπίτι, κάθε παράθυρο, κάθε αναρριχώμενη περικοκλάδα, κάθε προεξοχή, διακρίνονταν τόσο καθαρά και έντονα σαν να ήταν μεσημέρι. Κι ωστόσο δεν υπήρχε τίποτε το εκτυφλωτικό, τίποτε το αστραφτερό, τίποτε το τραχύ ή το αποκρουστικό -η σιωπηλή πόλη ήταν πλημμυρισμένη από το πιο γλυκό φως που ξεχύθηκε ποτέ από το φεγγάρι κι έμοιαζε σαν ένα ζωντανό πλάσμα βυθισμένο σ' ένα γαλήνιο ύπνο. Στην πιο μακρινή της άκρη υπήρχε ένας μικρός ναός που οι κομψοί κίονες του κι η καταστόλιστη πρόσοψή του έλαμπαν με μια πλούσια ανταύγεια, αιχμαλώτιζαν το μάτι σαν να το μάγευαν. Και πιο κοντά, το παλάτι του βασιλιά ύψωνε τους υπόλευκους τοίχους του μέσα από ένα μεγάλο κήπο με θάμνους, διάστικτο παντού από πλήθος κεχριμπαριά φώτα -ένας καταιγισμός από χρυσές σπίθες που έχαναν τη λάμψη τους κάτω από τη λαμπρότητα του φεγγαριού. Τρεμόφεγγαν απαλά πάνω στη θάλασσα των σκοτεινών φυλλωμάτων, όπως τα χλομά άστρα του Γαλαξία. Από πάνω οι εντυπωσιακοί κίονες, μεγαλοπρεπείς ακόμα και στην ερείπωσή τους, κάτω η πόλη που ονειρευόταν, πέρα μακριά η ασημένια θάλασσα -πουθενά σ' όλα τα πλάτη της γης δεν υπάρχει άλλη εικόνα με τη μισή ομορφιά!

Υ.Γ.: Η αφήγηση του Τουαίην (μτφρ. Αγγέλα Βερυκοκάκη) περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Τα Μεγάλα Ρεπορτάζ", εκδόσεις Νάρκισσος, που αποτελείται από αφηγήσεις σημαντικών ή παράξενων γεγονότων από αυτόπτες μάρτυρες, μεταξύ των οποίων είναι ο Ξενοφώντας, ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Δαρβίνος, ο Γκογκέν και πολλοί άλλοι. Τα γεγονότα ξεκινούν από τον λοιμό της Αθήνας το 430 π.Χ. και φτάνουν ως τον πόλεμο των Μπόερς τον Μάιο του 1900.

(πηγή: www.puretravel.com)

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΆΛΜΠΑΤΡΟΣ

     Στο παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του A Voyage Round The World By Way Of The Great South Sea, ο Άγγλος ναυτικός George Shelvocke περιγράφει το πώς ο δεύτερος καπετάνιος του, τον Οκτώβριο του 1719, σκότωσε ένα άλμπατρος στ'  ανοιχτά του ακρωτηρίου Χορν, στη Γη του Πυρός, επειδή το θεωρούσε κακό οιωνό και πίστευε ότι, σκοτώνοντάς το, θα υποχωρούσε η κακοκαιρία. Η αφήγηση αυτού του περιστατικού ενέπνευσε τον ποιητή S.T. Coleridge για το κεντρικό γεγονός στο διασημότερο ποίημά του, την Μπαλάντα του Γέρου Ναυτικού.

     
Gustave Dore, "Η Μπαλάντα Του Γέρου Ναυτικού"
Στις εφτά το βράδυ, ενώ μάζευαν το κύριο πανί, κάποιος Γουίλιαμ Κάμελ φώναξε ότι τα χέρια και τα δάχτυλά του είχαν μουδιάσει τόσο ώστε δε μπορούσε πια να κρατηθεί, όμως πριν προλάβουν να τον βοηθήσουν αυτοί που βρίσκονταν πιο κοντά του, έπεσε και πνίγηκε.

     Το κρύο είναι ασφαλώς πολύ πιο ανυπόφορο σ' αυτά τα πλάτη, παρά στα ίδια του βορείου ημισφαιρίου. Παρόλο που η θερινή εποχή ήταν ήδη αρκετά προχωρημένη και οι ημέρες είχαν μεγαλώσει πολύ, είχαμε συνεχείς θύελλες με χαλάζι, χιόνι και βροχή και τους ουρανούς μας τους έκρυβαν συνέχεια σκυθρωπά, μελαγχολικά σύννεφα. Με δυο λόγια, θα πίστευε κανείς πως ήταν αδύνατο να ζήσει οποιοδήποτε πλάσμα σ' ένα τόσο σκληρό κλίμα. Και πραγματικά παρατηρήσαμε ότι δεν είχαμε δει κανενός είδους ψάρι από τότε που είχαμε περάσει στα νότια του Πορθμού του Λε Μερ, ούτε ένα θαλασσοπούλι, εκτός από ένα απαρηγόρητο μαύρο άλμπατρος, που μας συνόδευε αρκετές μέρες, πετώντας από πάνω μας σαν χαμένο, ώσπου ο Χάτλεϊ (ο δεύτερος καπετάνιος μου), σε μια από τις κρίσεις μελαγχολίας του, παρατήρησε ότι αυτό το πουλί πετούσε πάντα κοντά μας και φαντάστηκε, από το χρώμα του, ότι ίσως ήταν κάποιος κακός οιωνός. Αυτό που, πιστεύω, ενίσχυσε τη δεισιδαιμονία του ήταν η αδιάκοπη αλληλουχία αντίθετων θυελλωδών ανέμων, οι οποίοι μας βασάνιζαν από τότε που είχαμε ανοιχτεί στη θάλασσα. Όμως, όπως κι αν έχει το πράγμα, μετά από μερικές άκαρπες προσπάθειες, στο τέλος πυροβόλησε και σκότωσε το άλμπατρος, χωρίς ν' αμφιβάλλει (ίσως) ότι μετά απ' αυτό θα είχαμε ευνοϊκό άνεμο.

Υ.Γ.1: Η αφήγηση του Shelvocke (μτφρ. Αγγέλα Βερυκοκάκη) περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Τα Μεγάλα Ρεπορτάζ", εκδόσεις Νάρκισσος, που αποτελείται από αφηγήσεις σημαντικών ή παράξενων γεγονότων από αυτόπτες μάρτυρες, μεταξύ των οποίων είναι ο Ξενοφώντας, ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Δαρβίνος, ο Γκογκέν και πολλοί άλλοι. Τα γεγονότα ξεκινούν από τον λοιμό της Αθήνας το 430 π.Χ. και φτάνουν ως τον πόλεμο των Μπόερς τον Μάιο του 1900.

Υ.Γ.2: "Η Μπαλάντα Του Γέρου Ναυτικού" κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Χατζηνικολή, σε μετάφραση Β. Αθανασόπουλου. Παρακάτω, μπορείτε να ακούσετε το πρωτότυπο σε απαγγελία Orson Welles.




Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

COMMON PEOPLE

     Το παρακάτω βίντεο, που συνδυάζει μια διασκευή του Common People με animation από το Star Trek της δεκαετίας του 60, είναι κάπως hipster αλλά έχει πολλή πλάκα. Νομίζω ότι το Star Trek δεν είχε ποτέ πολλούς οπαδούς στην Ελλάδα, το Common People όμως είναι ένα από τα πιο δημοφιλή τραγούδια των '90s -και ένα από τα πιο πολιτικά. Αυτό το τελευταίο βέβαια το ένιωσα πιο μετά, μιας και στην ευημερούσα ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του 90, όσο κι αν μιλούσαμε για μίσος ταξικό και ταξικό εχθρό, δεν είχαμε ακόμα συνειδητοποιήσει πόσο αρραγή είναι τα στεγανά μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Τώρα όμως, όσο τελειώνουν τα ψέματα, όσο η νέα τάξη πραγμάτων μας απειλεί με τα κοφτερά της δόντια, τόσο πιο πολύ διαπιστώνουμε στο πετσί μας τα λόγια στο αποκορύφωμα του τραγουδιού, λίγο πριν τελειώσει: "you 'll never fail like common people, you' ll never watch your life slide out of view, and dance and drink and screw because there's nothing else to do".


Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Ο ΦΡΙΤΣ ΛΑΝΓΚ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΓΚΕΜΠΕΛΣ

   
     Στο παραπάνω απόσπασμα, ο Φριτς Λανγκ -κομψότατος στην εμφάνιση και παραστατικότατος στην αφήγηση- θυμάται τη συνάντηση που είχε με τον Γκέμπελς το 1933, όταν ο πανίσχυρος υπουργός προπαγάνδας του Χίτλερ τον κάλεσε για να του προσφέρει τη θέση του επικεφαλής των γερμανικών κινηματογραφικών παραγωγών. Η εμπειρία που περιγράφει είναι τελείως καφκική, με ατέλειωτους διαδρόμους όπου αντηχούν τα βήματά, ένοπλους φρουρούς που ζητούν συνέχεια εξακρίβωση στοιχείων, και το ρολόι έξω από το παράθυρο να γυρίζει τους δείκτες του αργά και βασανιστικά όση ο ώρα ο Γκέμπελς ενημέρωνε τον Λανγκ για τα σχέδια που είχε για κείνον το ναζιστικό κόμμα. Η ιστορία όμως είχε αίσιο τέλος: ο Λανγκ ευχαρίστησε ευγενικά τον Γκέμπελς, έφύγε κάθιδρος από το Υπουργείο Προπαγάνδας και, το ίδιο βράδυ, εγκατέλειψε τη χώρα, για να μην επιστρέψει ποτέ ξανά. Μετά από ένα σύντομο διάστημα στο Παρίσι, εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ και ξεκίνησε μια δεύτερη καριέρα στην αμερικάνικη βιομηχανία κινηματογράφου, όπως έκαναν άλλωστε ο Πίτερ Λόρε (πρωταγωνιστής του Λανγκ στο "Μ", το αριστούργημα του γερμανικού εξπρεσιονισμού), η Χέντι Λαμάρ κι ένα σωρό άλλοι γερμανόφωνοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι. Τουλάχιστον αυτοί κατάφεραν να γλιτώσουν...

(πηγή: www.tasteofcinema.com)

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

LADY DAY: THE DAY SHE DIED

     Σαν σήμερα, το 1959, έφυγε από τη ζωή η Billie Holiday. Για την ίδια μπορεί να ήταν κάποια ανακούφιση, ν' αφήσει πια μια ζωή γεμάτη αυτοκαταστροφή και ματαίωση, γι' αυτούς που την αγαπούσαν όμως, για όσους έμειναν έστω και μια φορά άφωνοι ακούγοντας τη μεταξωτή φωνή της να γλιστρά πάνω στις νότες, ήταν μια τρομερή απώλεια. Ένας απ' αυτούς ήταν ο ποιητής Φρανκ Ο' Χάρα, που ακολουθούσε τον κοφτό, αυτοσχεδιαστικό ρυθμό της τζαζ στο γράψιμό του. Στο ποίημα του "The Day Lady Died"καταγράφει όλα όσα έκανε ο ίδιος  τη μέρα που πέθανε η Billie, μικρά, ασήμαντα, τετριμμένα πράγματα, που εκτέλεσε μηχανικά κι ωστόσο θυμάται με κάθε λεπτομέρεια -γιατί ήταν η μέρα που η Lady Day πέθανε. Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή "Lunch Poems" και, απ 'όσο ξέρω, δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά.

THE DAY LADY DIED

It is 12:20 in New York a Friday
three days after Bastille day, yes
it is 1959 and I go get a shoeshine
because I will get off the 4:19 in Easthampton   
at 7:15 and then go straight to dinner
and I don’t know the people who will feed me

I walk up the muggy street beginning to sun   
and have a hamburger and a malted and buy
an ugly NEW WORLD WRITING to see what the poets   
in Ghana are doing these days
                                                        I go on to the bank
and Miss Stillwagon (first name Linda I once heard)   
doesn’t even look up my balance for once in her life   
and in the GOLDEN GRIFFIN I get a little Verlaine   
for Patsy with drawings by Bonnard although I do   
think of Hesiod, trans. Richmond Lattimore or   
Brendan Behan’s new play or Le Balcon or Les Nègres
of Genet, but I don’t, I stick with Verlaine
after practically going to sleep with quandariness

and for Mike I just stroll into the PARK LANE
Liquor Store and ask for a bottle of Strega and   
then I go back where I came from to 6th Avenue   
and the tobacconist in the Ziegfeld Theatre and   
casually ask for a carton of Gauloises and a carton
of Picayunes, and a NEW YORK POST with her face on it

and I am sweating a lot by now and thinking of
leaning on the john door in the 5 SPOT
while she whispered a song along the keyboard
to Mal Waldron and everyone and I stopped breathing

(πηγή: www.poetryfoundation.org)


Εκτός από τον Φρανκ Ο' Χάρα και τον Έρικ Χομπσμπάουμ, φόρο τιμής στη Billie Holiday έχουν αποδώσει κι άλλοι, μεταξύ των οποίων ο Lou Reed και οι U2.



Υ.Γ.: Αυτό το ποστ δημιουργήθηκε με βάση τα σχόλια (αγαπημένων!) αναγνωστών του bibliokult σε ένα από τα πρώτα ποστ του μπλογκ για το βιβλίο "Billie Holiday:η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ".

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ

     Γενικά, αποφεύγω τις απόλυτες δηλώσεις, που ανάγουν τις προσωπικές εμπειρίες και προτιμήσεις σε αδιαμφισβήτητες πραγματικότητες ή αναπαράγουν στερεότυπα, ωστόσο, σ' αυτό το post θα επιχειρήσω να μεταφέρω τρεις τέτοιες δηλώσεις:

1. το ωραιότερο μετρό στον κόσμο είναι το μετρό της Μόσχας.

2. η ρώσικη λογοτεχνία κατέχει την υψηλότερη θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία.

3. ο ρώσικος λαός αγαπά και τιμά τους λογοτέχνες του περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.

Δε νομίζω ότι μπορεί κανείς να διαφωνήσει με την πρώτη δήλωση -κι όσο για τις άλλες δύο, ε, ας παραδεχτούμε τουλάχιστον ότι υπάρχουν πάρα πολλές πιθανότητες να λένε την αλήθεια. Προς επίρρωση και των τριών, μπορούμε να δούμε φωτογραφίες από μερικούς σταθμούς του μοσχοβίτικου μετρό, οι οποίοι είναι αφιερωμένοι σε μεγάλους Ρώσους λογοτέχνες. Πέραν τούτου, όπως διάβασα στον guardian (www.theguardian.com) μέσω του open culture (www.openculture.com), από τα τέλη του 2014, οι επιβάτες του μετρό μπορούν να κατεβάσουν δωρεάν στα smartphones ή τα tablets τους αριστουργήματα των μεγάλων Ρώσων συγγραφέων, από τον Πούσκιν ως τον Γκόρκι, κι ακόμα να προτείνουν επιπλέον συγγραφείς ή έργα για να ενταχθούν σ' αυτή την e -βιβλιοθήκη. Μπορώ μόνο να φανταστώ πόσο δύσκολο είναι να παίρνει κανείς το μετρό στις εφτά το πρωί, στους -10 του ρώσικου χειμώνα, για να πάει στη δουλειά, οπότε, ας υπάρχει τουλάχιστον η παρηγοριά της τέχνης... Για πολλούς από μας, στις δύσκολες περιόδους, είναι, ίσως, το μόνο που έχουμε.

Ξεκινάμε με τον σταθμό Πούσκιν, αντάξιο της μεγαλοπρέπειας ενός Ρώσου ευγενούς.

Ο σταθμός που είναι αφιερωμένος στον Τσέχοφ, είναι, αντίθετα, πιο χαμηλών τόνων, πιάνοντας κάτι από τη μελαγχολία του συγγραφέα.


Ανάμεσα στις στάσεις Τσεκόφσκαγια και Τβέρσκαγια, υπάρχει ένα επιβλητικό άγαλμα του Μαξίμ Γκόρκι.

Ο σταθμός που είναι αφιερωμένος στον ποιητή Μαγιακόφσκι χτίστηκε επί Στάλιν, το 1938, σε ρυθμό art deco, με πολλά φουτουριστικά στοιχεία -ευδιάκριτα κυρίως στα μωσαϊκά του σταθμού -που απηχούν την ποίηση του Μαγιακόφσκι. Το 2005 προστέθηκε μια νέα έξοδος με επίσης υπέροχα μωσαϊκά, στα οποία έχουν ενσωματωθεί στίχοι του ποιητή.



Ο σταθμός Ντοστογιέφσκι είναι ο πιο πρόσφατος, αφού άνοιξε το 2010. Οι τοιχογραφίες του είναι εμπνευσμένες από τα διασημότερα έργα του συγγραφέα, δηλαδή το "Έγκλημα και Τιμωρία" (πρώτη εικόνα), τον "Ηλίθιο" (δεύτερη εικόνα) και τους αδερφούς Καραμαζόφ (τρίτη εικόνα).




Υ.Γ.: Οι πληροφορίες και οι φωτογραφίες των σταθμών του μοσχοβίτικου μετρό είναι παρμένες από τα αντίστοιχα λήμματα της wikipedia, καθώς και από τα παρακάτω sites: russianlandmarks.wordpress.com και russianculture.tumblr.com.

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

ΟΙ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΜΟΥ

     Πριν από ένα περίπου μήνα, στο αποκορύφωμα της ντικενσιανής μου περιόδου, πήγα στο βιβλιοπωλείο ν' αγοράσω τον "Ζοφερό Οίκο" κι όπως κάθε φορά που πάω να πάρω ένα βιβλίο, καταλήγω να παίρνω δύο ή τρία και μετά να προσπαθώ να τα στριμώξω ανάμεσα στα υπόλοιπα, στα ήδη ασφυκτικά γεμάτα ράφια της βιβλιοθήκης. Ξέρω πολύ καλά ότι όλοι οι μανιώδεις αναγνώστες λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο και ξέρω ακόμα ότι δεν υπάρχει σωτηρία, ούτε με τις δανειστικές βιβλιοθήκες ούτε με τα ebooks: τα βιβλία θα εξακολουθούν να στοιβάζονται και να καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο χώρο στα ράφια και τα γραφεία... Πάντως, αυτή τη φορά, αν εξαιρέσουμε τον "Ζοφερό Οίκο", που έχει πάνω από χίλιες σελίδες και μπορεί να χρησιμεύσει ωραιότατα και ως μίνι ατομικό τραπεζάκι, τα δύο επιπρόσθετα βιβλία είναι τόσο λεπτά, που χώρεσαν άνετα στη βιβλιοθήκη. Το πρώτο είναι το "Αν αυτό δεν είναι ωραίο, τότε τι είναι;", του Κερτ Βόνεγκατ, για το οποίο έχω ήδη γράψει, και το άλλο, "Οι Βιβλιοθήκες μου", του Βαρλάμ Σαλάμοφ, για το οποιο θα γράψω σ' αυτό εδώ το post.
     Ο Σαλάμοφ, αν και φανατικός αναγνώστης, δεν είχε ποτέ το πρόβλημα της συσσώρευσης των βιβλίων που ανέφερα πιο πάνω, μιας και η μοναδική βιβλιοθήκη που απέκτησε στη ζωή του ήταν αυτή που είχε όταν ήταν τριών χρονών κι αποτελούνταν από δύο μόνο βιβλία. Στα χρόνια που ακολούθησαν, διάβασε πάρα πολλά βιβλία, δεν ήταν όμως δικά του· ήταν τα βιβλία των δημόσιων βιβλιοθηκών, είτε του δήμου είτε της φυλακής. Πρώτα ήταν η εργατική βιβλιοθήκη στην πατρίδα του, το Βόλογκντα, από την οποία ο Σαλάμοφ θυμάται τη μυρωδιά του φρεσκοκομμένου ξύλου στα ράφια, που "ενωνόταν με τη λεπτή μυρωδιά του χρόνου στο χαρτί και της σκόνης στα βιβλία", γεμίζοντάς τον με ευτυχία. Όταν ο Σαλάμοφ πηγαίνει στη Μόσχα για να σπουδάσει νομικά, δουλεύοντας παράλληλα σ' ένα βυρσοδεψείο, περνά τα βράδια διαβάζοντας σε μια αίθουσα βιβλιοθήκης. Τα πράγματα αλλάζουν το 1929, όταν τον συλλαμβάνουν για πρώτη φορά λόγω της αντισταλινικής του δράσης. Από τότε ως το 1956, που του έδωσαν την άδεια να επιστρέψει επιτέλους στη Μόσχα, οι βιβλιοθήκες του είναι κυρίως οι βιβλιοθήκες των φυλακών. Εξαιρούνται βέβαια, τα χρόνια στα γκούλαγκ της Κολιμά, τον "τόπο του λευκού θανάτου", όπου δεν υπάρχουν βιβλιοθήκες, δεν υπάρχουν καν βιβλία. Μόνο όταν, μισοπεθαμένος, καταλήγει στο νοσοκομείο, έρχεται ξανά σ' επαφή μ' ένα βιβλίο, που τον βοηθά να κρατήσει ζωντανή τη φλόγα της ζωής; "Διάβασα το βιβλίο αυτό με πολλή προσοχή, αρκετές φορές, και η αίσθηση του αναγνώστη που με πάθος μπαίνει στον κόσμο του συγγραφέα μου ξαναήρθε. Να γιατί έχει σημασία για μένα να θυμάμαι αυτό το βιβλίο. Τα βιβλία ξαναγύρισαν σε μένα πιο γρήγορα από τις γυναίκες· τα βιβλία είχαν περισσότερη δύναμη από τις γυναίκες." Στο νοσοκομείο, έχει την τύχη να δουλέψει ως βοηθός γιατρού και να μπορέσει να επιβιώσει. Παράλληλα, χάρη στη νοσοκομειακή βιβλιοθήκη, ανακτά την επαφή του με το διάβασμα και ξαναγυρνά σιγά σιγά στη ζωή. Λίγο πριν γυρίσει στη Μόσχα, πιάνει δουλειά σ' ένα εργοστάσιο τύρφης και συγχρόνως ανακαλύπτει μια εκπληκτική δημόσια βιβλιοθήκη: "Η εξαιρετική βιβλιοθήκη του Καράγιεφ -δεν υπήρχε εκεί ούτε ένα βιβλίο που να μην αξίζει να το διαβάσεις- με ανάστησε, με όπλισε για τη ζωή ξανά· όσο γινόταν". Η ζωή, ωστόσο, ποτέ δεν ήταν γενναιόδωρη μαζί του. Ο Σαλάμοφ κωφός, σχεδόν τυφλός και χτυπημένος από τη νόσο του Πάρκινσον, πεθαίνει το 1982, έχοντας δημοσιεύσει στη χώρα του ελάχιστα μόνο από τα έργα του. Το σημαντικότερο, οι "Ιστορίες από την Κολιμά" (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίνδικτος), δεν δημοσιεύτηκε στη Ρωσία παρά το 1989.
     Το βιβλιαράκι κλείνει με τη φράση "Λυπάμαι που ποτέ δεν ειχα τη δική μου βιβλιοθήκη" και τ' απλά αυτά λόγια, με την ηρεμία και τη στωικότητά τους, κρύβουν μέσα τους όλη τη ρημαγμένη ζωή του συγγραφέα του. Οι φράσεις του, λιτές, απαλές και συγχρόνως σπαρακτικές, μας αφήνουν να μαντέψουμε όσα πέρασε κι ο απογυμνωμένος λόγος του, που θυμίζει Μπάμπελ, χωρίς όμως ίχνος από τη σκληρότητά του, κρύβει μια τρυφερότητα που γίνεται ολοφάνερη όταν μιλά για τα βιβλία, τα οποία του μετάγγισαν τη δύναμη για ζωή και προστάτεψαν την ανθρώπινη υπόστασή του. Όλη αυτή η ταπεινή, ευλαβική αγάπη του Σαλάμοφ για τα βιβλία συμπυκνώνεται στην προτελευταία φράση: "τα βιβλία είναι ό,τι καλύτερο έχουμε στη ζωή, είναι η αθανασία μας".

Υ.Γ.: Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, σε εξαιρετική μετάφραση της υπέροχης κυρίας των Ελληνικών Γραμμάτων, Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ.


Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΕΛΛΕΫ

     Σαν σήμερα, το 1822, ο Άγγλος ρομαντικός ποιητής Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ πνίγηκε στον κόλπο της Λα Σπέτσια, λίγο πριν κλείσει τα τριάντα του χρόνια, όταν η σφοδρή καταιγίδα ανέτρεψε το ιστιοπλοϊκό του σκάφος. Το νεκρό του σώμα αποτεφρώθηκε στο Βιαρέτζιο, παρουσία του αγαπημένου του φίλου, λόρδου Μπάιρον (τρίτος από αριστερά).


Η ΣΕΛΗΝΗ

Και σαν χλωμή κι αδύναμη γυναίκα όπου πεθαίνει,
όπου τρεκλίζει βγαίνοντας από την κάμαρά της,
και τυλιγμένη τη λεπτή κι αέρινή της γάζα
πάει όπου θέλει τ' άρρωστο το παραλήρημά της,
το ίδιο απ' την ανατολή μακριά τη βουρκωμένη
αργά η σελήνη σα λευκή κι άμορφη εβγήκε μάζα.

Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ, μτφρ. Λάμπρος Πορφύρας

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

CHE FECE... IL GRAN RIFIUTO

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τοχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ'όχι -το σωστό- εις όλην την ζωήν του.

Κωνσταντίνος Καβάφης

Ο Τοσίρο Μιφούνε στο "Γιοζίμπο" του Κουροσάβα

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

NINA SIMONE

     Στις δύο παρακάτω εικόνες, η Νίνα Σιμόν (που έχει δώσει την ωραιότερη -και πιο πολιτική-ερμηνεία της Τζένης των Πειρατών του Μπρεχτ) δίνει τη δική της, χρήσιμη κι επίκαιρη, άποψη για το τι σημαίνει ελευθερία. Περισσότερα για την υπέροχη κυρία Σιμόν στο ντοκιμαντέρ "What happened, Miss Simone?", που άρχισε να προβάλλεται στην Αμερική πριν λίγες μέρες και αναφέρεται στη ζωή της, από την παιδική της ηλικία ως την ανάδειξή της σε "πρωθιέρεια της σόουλ" και σύμβολο του αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα.


(πηγή: elvira.tumblr.com)