Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

ΤΑ ΦΥΚΙΑ

Ρώτησα για την ταυτότητά τους
ιδίως γέρους ναυτικούς
μου 'παν είναι μαλλιά από πνιγμένους.
Ρώτησα παιδιά που τα μάζευαν
       στην ακροθαλασσιά
μου 'παν ειν' οι ελπίδες των πνιγμένων
απ' όπου πιάστηκαν πριν ξεψυχήσουν.
Ρώτησα χήρες ναυτικών που δεν γύρισαν 
μου 'παν ειν' αγιολούλουδα
        απ' τον Επιτάφιο....

Σ.Σ. Χαρκιανάκης, Πορτραίτα του Νερού, εκδόσεις Παρατηρητής


Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΠΟΙΗΣΗ

     Πάντα είχα μια αμηχανία στο διάβασμα της ποίησης: τι ακριβώς πρέπει να κάνω; Να διαβάσω ένα βιβλίο με ποιήματα από την αρχή ως το τέλος, όπως κάνω μ' ένα μυθιστόρημα; Ν' αρχίσω να το ξεφυλλίζω κι όταν κάποιο ποίημα μου τραβά το ενδιαφέρον, να το διαβάσω προσεκτικά; Να σημειώνω στα περιθώρια; Τελικά κάνω ένα σωρό διαφορετικά πράγματα, ανάλογα με το ποίημα - λες και το ίδιο το ποίημα, αντί για μένα, επιλέγει τις αντιδράσεις μου: άλλα τα διαβάζω δυνατά πολλές φορές (όπως αυτό), σε άλλα (σαν αυτό εδώ) υπογραμμίζω στίχους και ειναι και μερικά που σχεδόν με παραλύουν, σαν να με χτύπησαν στο κεφάλι με τις λέξεις τους, όπως αυτό. Είναι πολύ προσωπική υπόθεση το διάβασμα της ποίησης, όμως πάντα βοηθά μια δεύτερη γνώμη, όπως αυτή του Grant Snider παραπάνω ή το βιβλίο "How to read a poem" του ποιητή Edward Hirsch, του οποίου το πρώτο κεφάλαιο μπορείτε να διαβάσετε δωρεάν στο www.poetryfoundation.org - και σας συνιστώ να το κάνετε.

"Το λυρικό ποίημα επιδιώκει να υπνωτίσει τον χρόνο. Διασχίζει σύνορα και ξεγελά το παροδικό. Επιδιώκοντας ν' αψηφήσει τον θάνατο, έρχεται να σε ταράξει και να σε παρηγορήσει. [...] Ο ποιητής παρακινείται να δημιουργήσει ένα έργο που μπορεί να ξεπεράσει τον χρόνο και να υπερπηδήσει την απόσταση, που μπορεί να γεφυρώσει τον κόλπο -το χάσμα- ανάμεσα σε ανθρωπους που διαφορετικά θα ήταν άγνωστοι μεταξύ τους. Μπορεί να επιβιώσει από αλλαγές γλώσσας και αλλαγές στη γλώσσα, αλλαγές στις κοινωνικές νόρμες και στα έθιμα, από τις καταστροφές της Ιστορίας. [...] Πιστεύω ότι τέτοια συσσωρευμένη μαγεία μπορεί να εμπνεύσει στον αναγνώστη μια αντίστοιχη ικανότητα για δημιουργικό στοχασμό, για δημιουργική ανταπόκριση σε μια ζωντανή οντότητα. Ο αναγνώστης ολοκληρώνει το ποίημα, καθώς φέρνει σ' αυτό τις δικές του προηγούμενες εμπειρίες. Διαβάζεις ποίηση -εννοώ να διαβάζεις πραγματικά- όταν νιώθεις ότι έρχεσαι αντιμέτωπος μ' ένα ποίημα και αλλάζεις χάρη σ' αυτό, όταν νιώθεις τις σεισμικές δονήσεις του, τον ήχο από τα δικά σου έγκατα. "Δεν υπάρχει κανένα μέρος που να μη σε βλέπει", γράφει ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε στο συντριπτικό κλείσιμο του ποιήματός του ο αρχαϊκός κορμός του Απόλλωνα, "Πρέπει ν' αλλάξεις τη ζωή σου".

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΕΛΙΣΣΙΟΥ


     Εννοείται ότι έχω σκεφτεί τη Βιβλοθήκη ως Παράδεισο. Μπορώ ακόμα να τη φανταστώ ως Νησί των Θησαυρών, Σπηλιά του Αλή Μπαμπά ή το Εργοστάσιο του Γουίλι Γουόνκα. Μελίσσι όμως; Αν το δούμε λίγο... είναι κι η Βιβλιοθήκη μια μορφή εργαστηρίου, με τάξη και οργάνωση, όπου βρίσκει κανείς την πιο θρεπτική τροφή για το μυαλό.... Παρόμοιες αναλογίες θα σκέφτηκαν και οι υπεύθυνοι της Βιβλιοθήκης του Μπρίστολ, σε συνεργασία με την ομάδα Rusty Squid. Το "μελίσσι των βιβλίων", λοιπόν, είναι μια διαδραστική εγκατάσταση που δημιουργήθηκε για τον εορτασμό των τετρακοσίων χρόνων από την ίδρυση της βιβλιοθήκης της πόλης. Τετρακόσια μηχανικά βιβλία, που έχουν αρχίσει να τοποθετούνται στις ξύλινες κατασκευές/ κυψέλες, ανταποκρίνονται στις κινήσεις των επισκεπτών, παρακινώντας τους να παίξουν μαζί τους, με ένα μαγευτικό αποτέλεσμα. Ακόμα κι αν το όλο πράγμα δε σας κινεί το ενδιαφέρον στο παραμικρό, αξίζει να ρίξετε μια ματιά στο site της ομάδας που ανέλαβε την εγκατάσταση, για να διαπιστώσετε πόσο ΤΕΛΕΙΟ είναι: rustysquid.org.uk

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΠΡΙΝ 45 ΧΡΟΝΙΑ: WOODSTOCK

     Τις μέρες της καλοκαιρινής απραξίας - με αποκορύφωμα τη σημερινή - τις περνάω κάνοντας ένα σωρό αντιπαραγωγικά πράγματα, όπως σκέψεις που ξεκινούν με "αν". Ας πούμε: αν είχα μια υπερδύναμη, ποια θα ήταν αυτή; Να πετάω; Να είμαι αόρατη; Να διαβάζω τις σκέψεις των άλλων; Μου παίρνει άπειρη ώρα ν' απαντήσω με σιγουριά σε τέτοια κρίσιμες ερωτήσεις, γιατί πρέπει να εξετάσω πρώτα όλα τα υπέρ και τα κατά κάθε περίπτωσης - το γεγονός ότι πρόκειται για τελείως υποθετικά ερωτήματα δε σημαίνει ότι πρέπει να δείξω λιγότερη σοβαρότητα. Άλλα είναι πιο εύκολα: αν είχα μια μηχανή του χρόνου, σε ποια συναυλία θα πήγαινα; Εδώ οι επιλογές είναι ατέλειωτες: η Patti Smith πέρσι στο Ηρώδειο και οι Suede στο θέατρο Βράχων το '95, οι Pearl Jam στο Pinkpop το '92 και οι Clash στο Καλλιμάρμαρο το '85 κι ακόμα το roof concert των Beatles το '69 και το live του Bob Dylan στο Carnegie Hall το '61. Ωστόσο, η τελική επιλογή είναι, χωρίς αμφιβολία, το Woodstock, για όλα όσα σημαίνει στο συλλογικό φαντασιακό γενικότερα και στο δικό μου φαντασιακό ειδικότερα. Μπορεί να μην έχουμε μηχανή του χρόνου, έχουμε όμως το ίντερνετ, που είναι ό,τι πιο κοντινό, οπότε μπορούμε να δούμε μερικές φωτογραφίες (πηγή: http://everyday-i-show.livejournal.com) από τις "τρεις μέρες μουσικής και ειρήνης" που έγιναν το σύμβολο αλλά κι ο επίλογος μιας ολόκληρης εποχής...















































































































































































































































Διαβάστε, για το τέλος, κι αυτό το υπέροχο κείμενο του Αντώνη Μποσκοϊτη.

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Η ΦΕΓΓΑΡΟΝΤΥΜΕΝΗ

Ακόμη εβάστουνε η βροντή .     .     .     .     .     .
Κ' η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,
Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,
Σαν περιβόλι ευώδησε κ' εδέχτηκε όλα τ' άστρα·
Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση
Κάθε ομορφιά να στολιστη και το θυμό ν' αφησει.
Δεν ειν' πνοή 'ς τον ουρανό, 'ς τη θάλασσα, φυσώντας
Ούτε όσο κάνει 'ς τον ανθό η μέλισσα περνώντας
Όμως κοντά 'ς την κορασιά, που μ' έσφιξε κ' εχάρη,
Εσειότουν τ' ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι
Και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,
Κι' ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
'Ετρεμε το δροσάτο φως 'ς τη θεϊκιά θωριά της,
΄Σ τα μάτια της τα ολόμαυρα και 'ς τα χρυσά μαλλιά της.

Εκύτταξε τ' αστέρια, κ' εκείνα αναγαλλιάσαν,
Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν·
Κι' από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνη,
Κυπαρισσένιο ανάερα τ' ανάστημα σηκώνει,
Κι' ανεί τ'ς αγκάλες μ' έρωτα και με ταπεινοσύνη,
Κ' έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλωσύνη.
Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει,
Κ' η χτίσις έγεινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.
Τέλος 'ς εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μεσ΄΄ς'τα ρείθρα,
Καταπώς στέκει 'ς το Βοριά η πετροκαλαμήθρα,
Όχι 'ς την κόρη, αλλά ΄ς εμέ την κεφαλή της κλίνει·
Την κύτταζα ο βαρυόμοιρος, με κύτταζε κ' εκείνη.
Έλεγα πως την είχα ιδή πολύν καιρόν οπίσω,
Κάν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
Κάνε την είχε ερωτικά ποιήση ο λογισμός μου,
Κάν τ' όνειρο, όταν μ' έθρεφε το γάλα της μητρός μου·
Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκειά, κι' αστοχισμένη,
Που ομπρός μου τώρα μ' όλη της τη δύναμη προβαίνει·
Σαν το νερό, που το θωρεί το μάτι ν' αναβρύζη
Ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι' ο ήλιος το στολίζει
Βρύση έγινε το μάτι μου, κι' ομπρός του δεν εθώρα,
Κ' έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,
Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα 'ς τα σωθικά μου,
Που ετρέμαν και δε μ' άφιναν να βγάλω τη μιλιά μου·
Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ' όπου
Βλέπουνε μεσ' ΄ς την άβυσσο και 'ς την καρδιά τ' ανθρώπου,
Κ' ένοιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου
Πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου·
"Κύττα με μεσ' 'ς τα σωθικά, που φύτρωσαν οι πόνοι
.     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .
.     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .
Όμως εξεχειλίσανε τα βάθη της καρδιάς μου·
Τ' αδέλφια μου τα δυνατά οι Τούρκοι μου τ' αδράξαν,
Την αδελφή μου ατίμησαν, κι αμέσως την εσφάξαν,
Τον γέροντα τον κύρην μου εκάψανε το βράδυ,
Και την αυγή μου ρήξανε τη μάννα 'ς το πηγάδι
'Στην Κρήτη     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .     .
Μακρυά πο κείθ' εγιόμισα ταις φούχτες μου κ' εβγήκα
Βοήθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να 'χω·
Σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι' αυτό βαστώ μονάχο".

Εχαμογέλασε γλυκά 'ς τον πόνο της ψυχής μου,
Κ' εδάκρυσαν τα μάτια της, κ' εμοιάζαν της καλής μου
Εχάθη, αλιά μου! αλλ'  άκουσα του δάκρυου της ραντίδα
'Στο χέρι, που χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα --

Διονύσιος Σολωμός, ο Κρητικός (απόσπασμα)

Howard Pyle, 1910 (πηγή: www.theparisreview.org)

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

1984


      "Η φωνή από την τηλεοθόνη εξακολουθούσε να αφηγείται ιστορίες για αιχμαλώτους, λάφυρα, σφαγές, αλλά ο θόρυβος έξω είχε κοπάσει λίγο. Τα γκαρσόνια ξαναγύριζαν στη δουλειά τους. Ένα απ' αυτά πλησίασε τον Ουίνστον με τη μπουκάλα του τζιν. Ο Ουίνστον, βυθισμένος σ' ένα ευτυχισμένο όνειρο, ούτε καν πρόσεξε πως γέμιζαν το ποτήρι του. Τώρα δεν έτρεχε πια, ούτε ζητωκράυγαζε. Είχε γυρίσει πίσω στο Υπουργείο Αγάπης. Όλα είχαν συγχωρεθεί, και η ψυχή του ήταν άσπιλη σαν το χιόνι. Ήταν στο σκαμνί του κατηγορούμενου και ομολογούσε τα πάντα, ενοχοποιούσε τους πάντες. Προχωρούσε στο διάδρομο με τ' άσπρα πλακάκια, έχοντας την αίσθηση ότι περπατάει μέσα στον ήλιο και ένας φύλακας οπλισμένος τον ακολουθούσε από πίσω. Η σφαίρα που περίμενε τόσον καιρό, περνούσε μέσα στο μυαλό του.
     Κοίταξε το τεράστιο πρόσωπο. Του χρειάστηκαν σαράντα χρόνια για να μάθει τι είδους χαμόγελο κρυβόταν πίσω απ' το μαύρο μουστάκι. Ω σκληρή, ανώφελη παρεξήγηση! Ω πεισματάρη που εξορίστηκες με τη θέλησή σου από την πατρική αγκαλιά! Δυο δάκρυα που μύριζαν τζιν κύλησαν στα πλάγια της μύτης του. Αλλά όλα ήταν εντάξει, όλα πήγαιναν καλά, ο αγώνας είχε τελειώσει. Είχε κερδίσει τη μάχη με τον εαυτό του. ΑΓΑΠΟΥΣΕ το Μεγάλο Αδερφό."

(σελ. 293- 294, Τζορτζ Όργουελ, 1984, μτφρ. Ν. Μπάρτη, Εκδόσεις Κάκτος)

Υ.Γ.: Η ενότητα audiovisual delight βασίζεται στην εξής ιδέα: Ως αφετηρία υπάρχει ένα σημαντικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, από το οποίο αντιγράφω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα και το συνδυάζω με μια φωτογραφία που, κατά τη γνώμη μου, απηχεί την ατμόσφαιρα του έργου. Στη συνέχεια, συνδέω με link από το youtube ένα τραγούδι εμπνευσμένο από το συγκεκριμένο έργο με μια φράση του κειμένου που θα μπορούσε να έχει αποτελέσει την πηγή έμπνευσης, τη βάση του τραγουδιού.

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ

     Στο προηγούμενο ποστ, η Ζέιντι Σμιθ μιλούσε για βιβλία που μέσα τους βυθίζεσαι και σχεδόν ξεχνάς ότι έχεις δική σου ζωή. Κάτι τέτοιο συνέβη και σε μένα πριν λίγες μέρες με το μυθιστόρημα του Λεονάρντο Παδούρα "Ο Άνθρωπος Που Αγαπούσε Τα Σκυλιά" (εκδόσεις Καστανιώτη). Όσο διάβαζα το βιβλίο, ένιωθα περισσότερο ότι συμμετέχω σε ένα κυνήγι θανάτου που ξεκίνησε από τη Σοβιετική Ένωση και, περνώντας από την Ισπανία και το Μεξικό, κατέληξε στην Κούβα, παρά ότι περνώ ήσυχες μέρες στο πατρικό μου.
     Το βιβλίο αναφέρεται σε τρεις άνδρες που η Ιστορία συνέθλιψε τις ζωές τους, τρεις άνδρες που πίστεψαν στο όραμα μιας κομμουνιστικής κοινωνίας, για να διαψευστούν αργότερα οδυνηρά, κι ακόμα τρεις άνδρες που μοιράζονταν την ίδια αγάπη για τα σκυλιά: τον Λεόν Τρότσκι, τον Ραμόν Μερκαντέρ και τον Ιβάν Κάρδενας. Ο πρώτος, στενός συνεργάτης του Λένιν και αρχηγός του Κόκκινου Στρατού, ανήκει στους πρωταγωνιστές της Ιστορίας. Ο δεύτερος, δολοφόνος του πρώτου, γίνεται κομμάτι της Ιστορίας μόνο και μόνο επειδή εκτέλεσε μια εντολή - περίπου όπως ο πιλότος του βομβαρδιστικού στη Χιροσίμα. Ο τρίτος, αποδέκτης της ιστορίας του δεύτερου, θα μπορούσε να είναι ένας από μας, ένα από τα αναρίθμητα πρόσωπα που βιώνουν την Ιστορία μόνο ως θύματά της, χωρίς καμία δυνατότητα να παρέμβουν στα γεγονότα.
     Το κεντρικό γεγονός στο μυθιστόρημα είναι βέβαια η δολοφονία του Τρότσκι, όμως πρέπει πρώτα να διαβάσουμε περισσότερες από 500 σελίδες για να φτάσουμε σ' αυτό. Η αφήγηση ξεκινά το 1929, όταν ο Τρότσκι και η οικογένειά του εγκαταλείπουν τη Σοβιετική Ένωση και παίρνουν το μακρύ δρόμο της εξορίας: από την Πρίγκηπο στη Γαλλία, μετά στη Νορβηγία και τελικά στο Μεξικό. Σταδιακά, ο κλοιός γύρω από τον Τρότσκι στενεύει κι ο ίδιος νιώθει όλο και πιο πολύ την παγερή ανάσα του Στάλιν στο σβέρκο του. Ωστόσο, ενώ είναι βέβαιος από την πρώτη στιγμή ότι ο Στάλιν δε θα του χαρίσει τη ζωή, συνεχίζει με αμείωτη ένταση να προσπαθεί ν' αποκαταστήσει την αλήθεια και να διατηρήσει την επίφαση μιας κανονικής ζωής. Στη διάρκεια αυτής της προσπάθειας, οι απώλειες είναι βαρύτατες: τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του και η πλειοψηφία των συντρόφων του θανατώνονται, ενώ για τον ίδιο ο θάνατος έρχεται μόνο όταν έχει χάσει σχεδόν κάθε στήριγμα και κάθε ελπίδα.
     Παράλληλα, ξετυλίγεται η ιστορία του Ραμόν Μερκαντέρ, που είναι και η πιο ενδιαφέρουσα για τον αναγνώστη. Ο Ραμόν είναι ακόμα μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού στον Ισπανικό Εμφύλιο, όταν δέχεται την πρόταση που του μεταφέρει η μητέρα του να μπει στις Μυστικές Υπηρεσίες της Σοβιετικής Ένωσης. Σιγά σιγά, ο Ραμόν εγκαταλείπει τον εαυτό του για να μετατραπεί σε μια μηχανή που ξέρει να υπακούει, να αντέχει και να σκοτώνει. Με τελικό σκοπό να διεισδύσει στο περιβάλλον του Τρότσκι και να τον δολοφονήσει, αφομοιώνει την ταυτότητα ενός ευκατάστατου, μποέμ Βέλγου που ζει στο Παρίσι, του Ζακ Μορνάρ, και αποκτά δεσμό με τη Σίλβια Αγγέλοφ, μια Αμερικανίδα αφοσιωμένη στον Τρότσκι. Λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ευρώπη, πηγαίνει συντροφιά με τη Σίλβια στο Μεξικό, φαινομενικά για να στήσει μια δική του επιχείρηση, στην πραγματικότητα όμως για να σκοτώσει τον Τρότσκι. Μετά από κάποιο διάστημα, καταφέρνει να μπει στο σπίτι του υποψήφιου θύματος και να του σπάσει το κεφάλι με μια ορειβατική σκαπάνη. Στην οργάνωση της δολοφονίας είχε ως συνεργό τη μητέρα του. Αφού πέρασε είκοσι χρόνια σε φυλακές του Μεξικού, ο Ραμόν Μερκαντέρ επέστρεψε στον κόσμο όχι ως ήρωας αλλά ως παρίας. Μεταφέρθηκε στη Σοβιετική Ένωση, όπου παρασημοφορήθηκε αλλά έζησε με ψεύτικο όνομα, και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του μεταξύ ΕΣΣΔ και Κούβας, άρρωστος από καρκίνο. Ως το τέλος της ζωής του, συνέχιζε να ακούει μέσα στο κεφάλι του την κραυγή του Τρότσκι την ώρα που τον σκότωνε. Στοιχειωμένος από το φάντασμα του θύματός του, είχε μετατραπεί κι ο ίδιος σε φάντασμα.
     Η τρίτη ιστορία, αυτή που αναφέρεται στον Κουβανό Ιβάν Κάρδενας (alter ego του ίδιου του συγγραφέα), ξεκινά το 1977. Ο Ιβάν, έχει πια παραιτηθεί από τις συγγραφικές του φιλοδοξίες και ζει στα όρια της ανυπαρξίας παλεύοντας να επιβιώσει. Όποτε βρίσκει λίγο χρόνο, κάνει περιπάτους στην αγαπημένη του παραλία έξω από την Αβάνα. Εκεί, τραβούν την προσοχή του δυο υπέροχα σκυλιά, δυο ρωσικά μπορζόι. Ο ιδιοκτήτης των σκύλων συστήνεται στον Ιβάν ως Χάιμε Λόπες και αρχίζει σιγά σιγά να του εμπιστεύεται την τρομερή ιστορία ενός φίλου του, του Ραμόν Μερκαντέρ, δολοφόνου του Τρότσκι. Ο Ιβάν μετά από λίγο καταλαβαίνει ότι έχει μπροστά του τον ίδιο τον Ραμόν Μερκαντέρ και κλονίζεται τόσο πολύ από τις εκμυστηρεύσεις του, που συνειδητοποιεί ότι μόνο γράφοντας γι' αυτές θα μπορέσει ν' απαλλαγεί από το βάρος τους.
     Κατά την αφήγηση των τριών αυτών ιστοριών, που συμπλέκονται τελικά σε μία, ο όγκος των πληροφοριών που έχει να διαχειριστεί ο συγγραφέας είναι τεράστιος: ο Ισπανικός Εμφύλιος, οι δίκες της Μόσχας, οι σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες και η διαβόητη Λουμπιάνκα, το σύμφωνο Ριμπεντροπ- Μολότοφ και οι διώξεις του κουβανικού καθεστώτος καταγράφονται όλα με διαφωτιστικές λεπτομέρειες. Ωστόσο ο συγγραφέας δεν επικεντρώνεται σε αυτά. Δεν επικεντρώνεται καν στην πλοκή, που ξεπερνά κάθε κατασκοπικό θρίλερ, παρ' όλο που είναι πέρα για πέρα αληθινή. Αντιθέτως, το κύριο μέλημα του Παδούρα είναι να φωτίσει την ψυχοσύνθεση των ηρώων και ιδιαίτερα τα πιο σκοτεινά της σημεία, πράγμα που τον φέρνει κοντά στον Ντοστογιέφσκι. Ειδικότερα η σκιαγράφηση της ακραίας προσωπικότητας της Καριδάδ Μερκαντέρ ντελ Ρίο, της μητέρας του Ραμόν, και η επίδραση που είχε στον γιο της, μοιάζει σαν να βγήκε από τις σελίδες των Δαιμονισμένων. Όσο για τον ίδιο τον Ραμόν και τον τρόπο που παλεύει με τους δικούς του δαίμονες, θυμίζει το "Έγκλημα και Τιμωρία".
     "Ο Άνθρωπος Που Αγαπούσε Τα Σκυλιά" δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο. Είναι όμως ένα βιβλίο συγκλονιστικό, που ο αναγνώστης το κουβαλά μέσα του για πολύ καιρό αφότου το τελειώσει.

Υ.Γ. 1: Δε μπορώ να μην αναφερθώ στην εξαιρετική μετάφραση του Κώστα Αθανασίου.
Υ.Γ. 2: Αν καταλαβαίνετε ισπανικά έστω και λίγο, αξίζει τον κόπο να δείτε το ντοκιμαντέρ asaltar los cielos, στο οποίο μιλούν για τον Ραμόν Μερκαντέρ και τη δολοφονία του Τρότσκι πολλά από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο βιβλίο.


Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Η ΖΕΪΝΤΙ ΣΜΙΘ, ΤΟ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΩΝ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΩΝ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

     Συχνά μου ζητούν να συστήσω ως πρακτική τη συνήθεια του διαβάσματος. Είναι κάτι που μ’ αρέσει να κάνω, ωστόσο πάντα νιώθω λίγο απατεώνισσα. […] Για μένα, το να είμαι αναγνώστρια, το καλοκαίρι ή σε οποιαδήποτε εποχή, δεν είναι μια απλή επιλογή. Για την ακρίβεια, έκανα αυτή την επιλογή  – αν επρόκειτο πραγματικά για επιλογή - τόσο καιρό πριν, που έχει πάρει έναν αναπόδραστο χαρακτήρα στο μυαλό μου. Σκέφτομαι ότι αν ήμουν μια πολύ καλή κολυμβήτρια, θα ήμουν πολύ περήφανη γι’ αυτό, αλλά να νιώθω περηφάνια που είμαι αναγνώστρια, στη δική μου περίπτωση, είναι σαν να νιώθω περηφάνια που έχω πόδια. Δε νιώθω και τόσο περήφανη όταν, στο δρόμο για το σπίτι κάποιου φίλου, χώνω διάφορα βιβλία στην τσάντα μου για … για τι; Πραγματικά, δε μπορώ να κάνω μια σύντομη διαδρομή με το μετρό χωρίς κειμενική υποστήριξη; Είναι αυτό φυσιολογικό; Υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που, όταν βλέπουν ένα ντοκιμαντέρ για τις φυλακές, σκέφτονται κρυφά, όπως έχω κάνει εγώ,  «Μακάρι να είχα όλον αυτό τον καιρό για διάβασμα»;
     Αυτό που περιγράφω είναι μια κατάσταση που θα μπορούσε να αποδοθεί με τον όρο «σύνδρομο του παθολογικού αναγνώστη».  Ο ρυθμός με τον οποίο αποκτώ και καταβροχθίζω βιβλία είναι, για να είμαι ειλικρινής, αδιανόητος. «Απλώς πάρε ένα Kindle» με συμβούλευαν όλοι πριν από μερικά χρόνια. Κι ωστόσο να’ μαι εδώ σήμερα, πακετάροντας για μια σύντομη πτήση από το Λονδίνο στο Μπέλφαστ, με το Kindle μου βέβαια κι ακόμα με τέσσερα ή πέντε βιβλία στριμωγμένα στη χειραποσκευή μου, μπας και. Μπας και τύχει να περάσουμε μέσα από μια ρωγμή στο χρόνο, στην οποία η μία ώρα της πτήσης θα διασταλεί ως την αιωνιότητα.    
     Ενώ δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να συστήσω έναν τέτοιο τρόπο ζωής, μπορώ να πω ότι, αν έχετε έναν παρόμοιο εθισμό, το καλοκαίρι είναι η εποχή σας: Η παραλία είναι ένα από τα λίγα μέρη  στα οποία οι παθολογικοί αναγνώστες μπορούν να περάσουν απαρατήρητοι. Φυσικά, το καλοκαίρι ζητά έναν συγκεκριμένο τύπο βιβλίου. Τον Αύγουστο, σε μια αιώρα, θεωρώ ότι η μια πρόταση πρέπει να κυλά απρόσκοπτα στην επόμενη και οι άνθρωποι για τους οποίους διαβάζω θα’ πρεπε να παλεύουν και να πεθαίνουν και να εξομολογούνται την αιώνια αγάπη τους ο ένας για τον άλλο.
     Ο Τολστόι είναι εξαιρετικός για διάβασμα στην αιώρα, ειδικά η « Άννα Καρένινα», το «Πόλεμος και Ειρήνη» και οποιοδήποτε διήγημά του. Η «Μαντάμ Μποβαρύ» του Φλομπέρ είναι, ομοίως, ο απόλυτος παράδεισος. Λίγο καιρό πριν είχα ξεχάσει ότι είχα δική μου ζωή, όταν διάβαζα για ζωές κατεστραμμένες από τον πόλεμο στη Μπιάφρα, στο βιβλίο του Τσιμαμάντα Νγκόζι Αντίτσιε «Το μισό ενός κίτρινου ήλιου». Η επική αδράνεια των καλοκαιρινών μας διακοπών είναι ίσως αυτό που τις κάνει κατάλληλες για το διάβασμα επικών έργων, ειδικά εκείνων που εκτυλίσσονται σε καιρούς πολέμου. Όταν το μόνο που κάνω είναι να παρακολουθώ ένα τετράχρονο να σκάβει μια μεγάλη λακκούβα στην άμμο, είναι ωραίο να ξέρω ότι κάπου αλλού ο ρωσικός στρατός προελαύνει. Κάποτε πήγα στις Μπαχάμες με τη μητέρα και τ’ αδέρφια μου, αλλά στην πραγματικότητα πήγα διακοπές με τον «Ντανιέλ Ντεροντά». Μια δεκαετία αργότερα, ακόμα θυμάμαι τις προτάσεις της Έλιοτ καλύτερα από τις χαρές τις παρέας. […]
     Τώρα βέβαια, όλο το διάβασμά μου, παθολογικό ή όχι, εξαρτάται από το χρόνο που μου αφήνουν τα δύο μου παιδιά. […] Γι’ αυτό το λόγο, μεταξύ πολλών άλλων, διαβάζω ιστορίες αληθινών εγκλημάτων, τις οποίες μπορείς να διαβάσεις ακόμα και την ώρα που σου μιλούν τα παιδιά σου. Και ο παππούς αυτού του είδους, το «Εν Ψυχρω» του Τρούμαν Καπότε, παραμένει ακόμα, για μένα, κορυφαίο.
     Το όνομά μου είναι Ζέιντι Σμιθ και είμαι μια 38χρονη παθολογική αναγνώστρια. Θα μπορούσα να πω, προς υπεράσπισή μου,  ότι δεν είμαι οπαδός της άποψης «ζεις μονάχα μια φορά». Ζω πολλές φορές. Υποθετικές, υπόγειες ζωές που εξελίσσονται κάτω από τη δική μου, σχετικά μονότονη ζωή και περιστασιακά έχουν τη δύναμη να τη διαπεράσουν ή ακόμα και να την εκτροχιάσουν. Το βρίσκω δύσκολο να ονομάσω το μοναδικό βιβλίο που ήταν τόσο διαολεμένα υπέροχο που μου άλλαξε τη ζωή. Η αλήθεια είναι ότι, όλα έχουν αλλάξει τη ζωή μου, κάθε ένα από αυτά – ακόμα κι αυτά που μισούσα. Τα βιβλία είναι η δική μου εκδοχή των εμπειριών. Από αυτά είμαι φτιαγμένη. Αλλά κάθε καλοκαίρι εύχομαι να πάρω ένα βιβλίο στην παραλία και να προσποιηθώ ότι είναι μόνο κάτι περιστασιακό, μια εποχική απόλαυση, η οποία θα παρέλθει με τον Σεπτέμβρη, καθώς θα γυρίζω, όπως κάθε άλλος πολίτης, στην πραγματική ζωή.


Η Ζέιντι Σμιθ είναι η συγγραφέας των μυθιστορημάτων  «Λευκό Χαμόγελο σε Μαύρο Φόντο», «Συλλέκτης Αυτογράφων», «Στην Ομορφιά που Χάνεται» (εκδόσεις Ψυχογιός) και «Στην Καρδιά της Πόλης» (εκδόσεις Μεταίχμιο), καθώς και της συλλογής δοκιμίων «Changing My Mind».