Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

ΠΡΙΝ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ, ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ

     Όπως είχα πει κι εδώ, η ταινία που περίμενα περισσότερο απ' όλες φέτος ήταν το "Πριν τα Μεσάνυχτα" του Linklater, με τον Ethan Hawk και τη Julie Delpy. Όταν όμως το είδα πριν από μερικές μέρες δεν ενθουσιάστηκα όσο περίμενα. Η ταινία βέβαια μιλούσε μ'έναν τρόπο πολύ αληθινό για τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά δεν έφτανε σε μια βαθύτερη προσέγγιση του θέματος, γι' αυτό και δεν την ξανασκέφτηκα ιδιαίτερα μετά το τέλος της προβολής. Συνειδητοποίησα ωστόσο ότι μ' έκανε να σκέφτομαι συνέχεια μια άλλη ταινία, που είχα δει πριν χρόνια, το "Μια γυναίκα εξομολογείται" ("A woman under the influence") του 1974, με τη Gena Rowlands και τον Peter Falk, σε σκηνοθεσία Κασσαβέτη. Είναι περίεργο το ότι, ενώ υπάρχουν τόσες και τόσες ταινίες με ζευγάρια σε κρίση, το "Πριν τα Μεσάνυχτα" μου'φερε στο μυαλό τη συγκεκριμένη ταινία. Ο λόγος είναι η συμπεριφορά της Σελίν, που μου θύμισε τη Μέιμπελ, τον κεντρικό χαρακτήρα στο "Μια γυναίκα εξομολογείται".
     Ειδικά στο δεύτερο μέρος του "Πριν τα Μεσάνυχτα", όπου οι ήρωες βρίσκονται μόνοι σ' ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, με σκοπό να περάσουν μια νύχτα πάθους, έρχονται στην επιφάνεια όλες οι σκέψεις και τα συναισθήματα που είχαν καταπιέσει στη διάρκεια της συμβίωσης, αλλά τώρα τα χρησιμοποιούν ως όπλα σε μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια να διαφυλάξουν την ατομικότητά τους, εκμηδενίζοντας τον άλλο. Σ' όλη αυτή τη σύγκρουση, ο χαρακτήρας που εκφράζεται με τη μεγαλύτερη επιθετικότητα είναι η Σελίν, εξαιτίας της ματαίωσης που νιώθει επειδή έχει θυσιάσει πολλά από τα όνειρά της και τις επιθυμίες της, χωρίς αυτό να γίνεται καν αντιληπτό από τον άντρα της. Η έκρηξή της είναι τόσο έντονη που κάνει πολλούς θεατές ν' αναρωτιούνται αν είναι δικαιολογημένη μια τόσο υπερβολική αντίδραση.
     Ακόμα πιο υπερβολική είναι η συμπεριφορά της Μέιμπελ στην ταινία του Κασσαβέτη, μόνο που εδώ η έκρηξη είναι πιο αργή και περισσότερο αυτοκαταστροφική. Σ' αυτή την περίπτωση βέβαια δεν έχουμε να κάνουμε με μια σύγχρονη, δυναμική μεσοαστή Γαλλίδα αλλά με μια εύθραυστη μικροαστή Αμερικανίδα της δεκαετίας του 70. Και η Μέιμπελ, όπως και η Σελίν, φαίνεται ν' ασφυκτιά στο ρόλο της νοικοκυράς και να διψά για ελευθερία. Κι οι δύο γυναίκες νιώθουν ότι η ρουτίνα της καθημερινότητας απειλεί να τις συνθλίψει, η Μέιμπελ όμως έχει λιγότερες αντιστάσεις. Στο τέλος καταρρέει συναισθηματικά και νοσηλεύεται για ένα διάστημα σε κλινική, ώσπου να μπορέσει να επανακτήσει την αυτοκυριαρχία της.
     Όσον αφορά στη Μέιμπελ, οι θεατές δεν αναρωτιούνται αν οι αντιδράσεις της είναι υπερβολικές: φυσικά και είναι, αφού έχουμε να κάνουμε μ' έναν οριακό χαρακτήρα. Το παράξενο ωστόσο είναι ότι η Μέιμπελ είναι πιο πραγματική και πιο ανθρώπινη από τη Σελίν, πράγμα που έχει σίγουρα να κάνει και με την ερμηνεία της Rowlands. Με την καθοδήγηση του σκηνοθέτη και δια βίου συντρόφου της, Κασσαβέτη, η Rowlands έδωσε σ' αυτή την ταινία τον πιο συγκλονιστικό ρόλο της καριέρας της. Πέραν τούτου όμως, σκέφτομαι ότι, το "Μια γυναίκα εξομολογείται" είναι μια πολύ πιο δυνατή ταινία γιατί, τουλάχιστον στην τέχνη, όσο πλησιάζει κανείς στα άκρα, τόσο πιο αληθινός κι ουσιαστικός γίνεται. Όσο εστιάζει στο προσωπικό, τόσο περισσότερους ανθρώπους αγγίζει.


     


Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

Ο ΑΝΘΡΩΠΑΚΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΣΚ


      Ο Μάνος Χατζιδάκις, στο βιβλίο του "Ο Καθρέφτης και το Μαχαίρι", από τις εκδόσεις  Ίκαρος, αναφέρει το εξής περιστατικό: το 1943, στην Κατοχή, ο Γκάτσος τον ρωτά τι διαβάζει κι εκείνος απαντά ότι διαβάζει "Μάσκα". Ο Γκάτσος τότε τον προτρέπει, εφόσον διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα, ν' ανακαλύψει την Αγκάθα Κρίστι και τον Ζορζ Σιμενόν... Άλλο ένα στοιχείο που δείχνει ότι ο Γκάτσος, εκτός από κορυφαίος ποιητής και στιχουργός, ήταν και ωραίος τύπος! Όχι τόσο για την προτίμηση στην Αγκάθα Κρίστι, όσο για τον Ζορζ Σιμενόν, τον Βέλγο συγγραφέα που έχει εκδόσει 400 έργα κι έχει επινοήσει έναν από τους εμβληματικότερους ντετέκτιβ στην ιστορία του μυθιστορηματικού εγκλήματος, τον επιθεωρητή Μαιγκρέ. Στα ελληνικά κυκλοφορούν αρκετά από τα βιβλία του, σε εξαιρετική μετάφραση της Αργυρώς Μακάρωφ, από τις εκδόσεις Άγρα.
     Για μένα  όμως, το ωραιότερο βιβλίο του δεν έχει ήρωα τον επιθεωρητή Μαιγκρέ. Αντίθετα, ο ήρωας του δεν έχει τίποτα το ηρωικό πάνω του, είναι ένας πράος, ταπεινός ανθρωπάκος, "ο ανθρωπάκος από το Αρχάγγελσκ", ο Ρωσοεβραίος παλαιοβιβλιοπώλης Ζονάς Μιλκ. Στην ουσία πρόκειται για μια ιστορία bullying, μιας και -κακά τα ψέμματα- το bullying δεν περιορίζεται στο χώρο του σχολείου. Απεναντίας, η κοινωνική απομόνωση και ο εκφοβισμός του ανθρώπου που φαίνεται διαφορετικός, αδύναμος κι ανίκανος να υπερασπιστεί τον εαυτό του συναντώνται σ' όλους τους κοινωνικούς χώρους.
     Ο Ζονάς Μιλκ, λοιπόν, κατοικεί στην πλατεία της Παλαιάς Αγοράς μιας μικρής γαλλικής κωμόπολης από παιδί, από τότε δηλαδή που οι γονείς του έφυγαν από την επαναστατική Ρωσία κι εγκαταστάθηκαν εκεί. Αν κι έχει ζήσει όλη του τη ζωή σ' αυτή τη γειτονιά, οι υπόλοιποι κάτοικοι δεν τον θεωρούν "δικό τους". Απόδειξη, το ότι αγνοούν το γεγονός ότι είναι ένας από τους
σπουδαιότερους συλλέκτες γραμματοσήμων παγκοσμίως, με μια συλλογή πραγματικό θησαυρό. Για τον Ζονάς Μιλκ, όμως, τα γραμματόσημα δεν είναι απλώς κομμάτια μιας συλλογής. Είναι παράλληλα ένας τρόπος να μάθει τον κόσμο και κυρίως τη Ρωσία, την πατρίδα που δε θυμάται μα ξέρει καλά μέσα από τα λεπτεπίλεπτα οδοντωτά χαρτάκια. Ωστόσο η γυναίκα του, η νεαρή Τζίνα, γνωρίζει καλά τη χρηματική αξία της συλλογής, γι' αυτό όταν φεύγει από το σπίτι φροντίζει να πάρει μαζί της τα πιο σπάνια γραμματόσημά του. Όμως ο ευγενέστατος κύριος Ζονάς προτιμά να μην εκθέσει τη γυναίκα του, γι' αυτό, όταν το πρωί τον ρωτάνε για κείνην, λέει ένα αθώο ψέμα: ότι έχει πάει σε μια φίλη της σε άλλη πόλη. Αλλά καθώς η Τζίνα δεν επιστρέφει, όλοι αρχίζουν να υποψιάζονται ότι την έχει δολοφονήσει. Κι εδώ ακριβώς ξεκινά το ανελέητο ανθρωποκυνηγητό που γίνεται με λοξές ματιές, προσβλητικές κουβέντες και οδυνηρές αποκαλύψεις κι οδηγεί τον εύθραυστο Ζονάς Μιλκ στην ψυχολογική κατάρρευση. Η ευαίσθητη σκιαγράφηση της προσωπικότητας του ανθρωπάκου από το Αρχάγγελσκ και η περιγραφή της σταδιακής κατάπτωσής του, καθώς κι η απεικόνιση των αδυσώπητων νοικοκυραίων που δεν έχουν ενδοιασμούς να καταστρέψουν έναν άνθρωπο μόνο και μόνο επειδή είναι διαφορετικός, στην ουσία μόνο και μόνο επειδή μπορούν, είναι που κάνουν το βιβλίο αυτό κορυφαίο.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

ΉΤΑΝ ΈΝΑ ΜΙΚΡΟ ΚΑΡΑΒΙ...

     Την αγάπη μου για τα animation δεν την είχα συνειδητοποιήσει πριν φτιάξω αυτό εδώ το μπλογκ. Από τότε όμως, αναζητώ συχνά τέτοιες ταινίες κινουμένων σχεδίων, είτε παλιές είτε καινούριες, είτε σχετικές με τη λογοτεχνία είτε όχι, και τις χαίρομαι πάρα πολύ. Νομίζω όμως ότι η σημερινή είναι η αγαπημένη μου. Το απλό είναι πάντα το πιο όμορφο, δε συμφωνείτε;


Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

ΚΑΘΩΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΓΛΙΣΤΡΑ ΜΕΣ' ΑΠΟ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΑΣ...

    

Είναι ήδη 20 Ιουλίου, δε μας μένουν παρά ένας μήνας και δέκα μέρες καλοκαιριού ακόμη. Είναι λίγο, είναι πολύ λίγο... Για παρηγοριά, ένα ολόφρεσκο τραγούδι, το "We already exist" των Goldlake. Ακούγοντάς το, φαντάζομαι ότι βρίσκομαι σ' ένα αυτοκίνητο που τρέχει με όλα τα παράθυρα ανοιχτά κι ο αέρας μας χτυπάει στο πρόσωπο κι όταν στο τέλος της διαδρομής φτάνουμε στην παραλία, βουτάμε στη θάλασσα κι έχουμε την αίσθηση ότι ο χρόνος σταματάει.

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

O ERIC HOBSBAWM ΓΙΑ ΤΗΝ BILLIE HOLIDAY

    Στις 17 Ιουλίου του 1959 πέθανε η Billie Holiday. Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε λίγες βδομάδες μετά το θάνατό της στο New Statesman and Nation. Στα ελληνικά, περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Ξεχωριστοί άνθρωποι. Αντίσταση, εξέγερση και τζαζ", του Έρικ Χομπσμπάουμ, σε μετάφραση Παρασκευά Μάταλα, από τις εκδόσεις Θεμέλιο.

     Η Billie Holiday πέθανε πριν από λίγες εβδομάδες. Δεν τα κατάφερα μέχρι τώρα να γράψω γι'
αυτήν. Αφού όμως το όνομά της θα επιζήσει πολύ περισσότερο από πολλών άλλων για τους οποίους γράφονται πολύ μεγαλύτερες νεκρολογίες, μια μικρή καθυστέρηση σ' αυτό το μικρό δείγμα αναγνώρισης δε θα βλάψει ούτε αυτήν ούτε εμάς. Όταν πέθανε, όλοι μας - μουσικοί, κριτικοί, όλοι όσοι μείναμε κάποτε αποσβολωμένοι ακούγοντας την πιο συγκινητική φωνή της περασμένης γενιάς - θρηνήσαμε πικρά. Κι όμως δεν υπήρχε λόγος. Λίγοι άνθρωποι κυνήγησαν την αυτοκαταστροφή πιο αποφασιστικά από αυτήν, κι όταν το κυνήγι έφτανε στο τέλος του, στα σαράντα τέσσερα, είχε κάνει τον εαυτό της ένα σωματικό και καλλιτεχνικό ράκος. Κάποιοι από εμάς προσπαθούσαμε ευγενικά να παριστάνουμε πως δεν ήταν έτσι, και παρηγορούμασταν όταν κάποιες στιγμές φαινόταν σαν μια κατεστραμμένη ηχώ της εποχής του μεγαλείου της. Σε άλλους πάλι από εμάς, δεν μας έκανε καρδιά να την ακούμε πλέον. Προτιμούσαμε να καθόμαστε σπίτι και, αν ήμασταν αρκετά μεγάλοι και τυχεροί για να έχουμε τους ασύγκριτους δίσκους της εποχής της ακμής της, μεταξύ 1937 και 1946, πολλοί απ' τους οποίους δεν είναι διαθέσιμοι σε βρετανικά άλμπουμ, να αναπαράγουμε εκείνους τους χοντροϋφασμένους, ελικοειδείς και αφόρητα μελαγχολικούς ήχους που της εξασφάλισαν μια σίγουρη θέση στην αθανασία. Ο φυσικός της θάνατος θα έπρεπε να προκαλέσει μάλλον ανακούφιση παρά θλίψη. Τι είδους ζωή θα μπορούσε να έχει δίχως τη φωνή της που της επέτρεπε να βγάζει τα ποτά της και τις δόσεις της, δίχως τα βλέμματα - και στις μέρες τη υπήρξε βασανιστικά όμορφη - για να τραβάει τους άνδρες που χρειαζόταν, δίχως την επιχειρηματική αίσθηση, δίχως τίποτε, παρά μόνο την ανιδιοτελή λατρεία κάποιων ανθρώπων που την είχαν δει και ακούσει την εποχή της δόξας της και τώρα γερνούσαν;
     Κι όμως, η θλίψη μας, όσο και να είναι παράλογη, ήταν ταιριαστή με την τέχνη της Μπίλυ Χόλιντεϋ, την τέχνη μιας γυναίκας για την οποία πρέπει κανείς να λυπάται. Οι μεγάλες τραγουδίστριες των μπλουζ, με τις οποίες πρέπει δικαίως να συγκρίνεται, έπαιζαν το παιγνίδι τους από θέση ισχύος. Ήταν λέαινες, αν και συχνά πληγωμένες ή στριμωγμένες (μήπως η Μπέσυ Σμιθ δεν αποκάλεσε τον εαυτό της "μια τίγρη, έτοιμη να πηδήσει";), που είχαν ως δραματικά αντίστοιχά τους την Κλεοπάτρα και τη Φαίδρα. Το αντίστοιχο της Μπίλυ ήταν μια πικραμένη Οφηλία. Ήταν μια ηρωίδα του Πουτσίνι μεταξύ των τραγουδιστών της τζαζ, γιατί, αν και τραγουδούσε ασύγκριτα ένα είδος μπλουζ των καμπαρέ, η φυσική της γλώσσα ήταν το ποπ τραγούδι. Το επίτευγμά της ήταν ότι το παραποίησε, κάνοντάς το μια γνήσια έκφραση των μεγάλων παθών, μέσα από μια πλήρη αδιαφορία για τους ζαχαρένιους τόνους του ή και για οποιοδήποτε άλλο τόνο πέρα από τις λίγες δικές της απαλά κλαίουσες επιμηκυμένες νότες, αρθρωμένες όπως και στη Μπέσυ Σμιθ ή τον Λούις Άρμστρονγκ, με σπαρακτικό τρόπο, τραγουδισμένες με μια λεπτή, τολμηρή, βασανιστική φωνή που η φυσική διάθεση που εξέφραζε ήταν ένα ανυπόμονο και φιλήδονο καλωσόρισμα των πόνων του έρωτα. Κανένας άλλος δεν τραγούδησε, κι ούτε θα τραγουδήσει ποτέ, όπως αυτή το τραγούδι της Μπες από το Porgy. Είναι αυτός ο συνδυασμός πίκρας και φυσικής υποταγής, σαν κάποιος να είναι ξαπλωμένος και να βλέπει τα πόδια του ακρωτηριασμένα, που σου κόβει το αίμα στο Strange Fruit, στο ποίημα κατά του λιντσαρίσματος το οποίο μετέτρεψε σε ένα αξέχαστο τραγούδι τέχνης. Το να υποφέρει ήταν το επάγγελμά της αλλά δεν το αποδέχθηκε.
     Λίγα χρειάζεται να ειπωθούν για την τρομερή ζωή της, που την περιέγραψε με τέτοια συγκινητική, αν και όχι και τόσο πραγματολογική, αλήθεια στην αυτοβιογραφία της με τίτλο "η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ". Μετά από μια εφηβεία κατά την οποία ο αυτοσεβασμός της μετριόταν από την εμμονή του κοριτσιού να μαζεύει με τα χέρια της τα κέρματα που της πέταγαν οι πελάτες, κανείς δεν μπορούσε πλέον να τη βοηθήσει. Η προσφορά βοήθειας δεν της έλειπε. Είχε τον John Hammond, η διαίσθηση και η ευσυνειδησία του οποίου την ανέδειξε, είχε τους καλύτερους μουσικούς της δεκαετίας του 1930 να τη συνοδεύουν - ιδιαίτερα τους Teddy Wilson, Frankie Newton και Lester Young - , είχε την απεριόριστη αφοσίωση όλων των σοβαρών ειδημόνων, αλλά και μεγάλη απήχηση στο κοινό. Ήταν όμως πολύ αργά για να σταματήσει μια πορεία συστηματικού και πικρού αυτοσφαγιασμού. Το να γεννηθείς με ομορφιά και αυτοσεβασμό στο νέγρικο γκέτο της Βαλτιμόρης το 1915 αποτελούσε ένα πολύ μεγάλο πρόσκομμα, ακόμα κι αν δε σε είχαν βιάσει στα δέκα σου, ακόμα κι αν δεν είχες εθιστεί στα ναρκωτικά στα δεκαπέντε σου. Κι όμως, ενώ κατέστρεφε τον εαυτό της, τραγουδούσε με μια φωνή βαθιά, μια πικρή φωνή που σου έσκιζε την καρδιά. Δεν είναι δυνατό να μην κλάψουμε για την Μπίλυ Χόλιντέυ, να μη μισήσουμε τον κόσμο που την κατάντησε έτσι.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

SYMPHONY IN BLACK

Κυρίες και κύριοι,
Ο Duke Ellington και η ορχήστρα του σας παρουσιάζουν, για πρώτη φορά, την υπέροχη Billie Holiday! Κάπως έτσι φαντάζομαι ότι θα σύστησαν στο κοινό την Billie στην πρώτη της εμφάνιση, σε ηλικία 19 ετών, το 1935, στο Symphony in Black του Duke Ellington, όπου τραγουδάει το Saddest Tale.


Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ

     Το παρακάτω βίντεο είναι από την εκπομπή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ της πάλαι ποτέ ΝΕΤ. Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος μιλά για τον πατέρα του και παράλληλα προβάλλει κάποια από τα φιλμ που κινηματογραφούσε ο Ανδρέας Εμπειρίκος από το 1952 ως τον θάνατό του, το 1975. Πρόκειται για στιγμές οικογενειακής ζωής, στις οποίες την κεντρική θέση έχει το ελληνικό καλοκαίρι, είτε στην Άνδρο, την πατρίδα του ποιητή, και γενικότερα τις Κυκλάδες, είτε στην Αττική. Βλέπουμε εικόνες μιας όμορφης, παλιάς Ελλάδας, που η χρονική απόσταση την κάνει να φαίνεται πιο ανέμελη και πιο αθώα και συγχρόνως συναντάμε σημαντικές μορφές των ελληνικών γραμμάτων που συνδέονταν φιλικά με την οικογένεια Εμπειρίκου: ο Οδυσσέας Ελύτης, η Μαρίνα Καραγάτση, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Άρης Κωνσταντινίδης, η Άλκη Ζέη και άλλοι. Όλα αυτά είναι αρκετά για να προσδώσουν ενδιαφέρον στο ντοκιμαντέρ, σε συνδυασμό βέβαια με το γεγονός ότι αναφέρεται σε έναν πολύ σπουδαίο Έλληνα ποιητή, τον μοναδικό -ίσως- ακραιφνή υπερρεαλιστή στα ελληνικά γράμματα. Ωστόσο, το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι όλη αυτή η ξένοιαστή, η πλούσια σε εμπειρίες και ερεθίσματα ζωή, που μας φαίνεται -δικαίως- τόσο ενδιαφέρουσα, εκτυλισσόταν σε μια πολύ άγρια για την Ελλάδα εποχή, στην οποία οι άνθρωποι προσπαθούσαν όπως -όπως να κλείσουν τις πληγές τους και να επιβιώσουν.

 
                                   


Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΑΥΓΟ

     Κάθε άνθρωπος έχει πολλούς φίλους, που τους γνώρισε έτσι μονάχα για μια στιγμή, στα πεταχτά. Κάπως βρεθήκανε μπλεγμένοι στη ζωή του, παίξανε το ρολάκι τους και χάθηκαν μετά απ' τη σκηνή. Μπορεί να είπανε: "ο κύριος δούκας πληγώθηκε σε μονομαχία" ή "η Αλένκα σας στέλνει πολλούς χαιρετισμούς, αλλά περισσότερα δεν μπορώ να σας πω". Χαμογελάνε κείνη την ώρα με νόημα ή κρυφαναστενάζουν ή φεύγουνε όμορφα όμορφα, καμαρωτά και με αίσθημα.
     Κάθε ζωή έχει τους ήρωές της και τους κομπάρσους της. Δεν είναι της μοίρας μας να ξέρουμε από τα πριν τους ρόλους τους στο έργο. Αυτός που τον νομίζουμε ήρωα είναι πολλές φορές κομπάρσος. Ένα σημαντικό περιστατικό της ζωής μας γίνεται καμιά φορά το ριζικό μας.
     Ήτανε μια φορά ένας άνθρωπος. Ας πούμε πως τόνε λέγανε Πόκστεφλ. Πριν απ' τον πόλεμο πήγαινε στο γυμνάσιο, και μάλιστα στο κλασικό. Γιατί νόμιζε πως όλο το νόημα της ζωής είναι το ξακουστό εκείνο carpe diem. Άλλο λατινικό ρητό δε θυμότανε, μ' από την κάθε μέρα κοίταζε να ξεζουμίσει ό, τι περισσότερο μπορούσε. Διασκέδαζε εύκολα και με πάθος στην καμπούρα των άλλων. Πιότερο απ' όλα τ' άρεσε να τηλεφωνάει σε ξένους, άγνωστους ανθρώπους και να τους κάνει φάρσες. Παρουσιαζότανε σαν ελεγχτής του τηλεφωνικού κέντρου και γύρευε από τις ανύποπτες τι γιαγιούλες, που ήτανε μονάχες τους στο σπίτι, να πάρουνε το μέτρο απ' τα ραφτικά τους και να μετρήσουνε το κορδόνι του τηλεφώνου απ' τον τοίχο ίσαμε τη συσκευή.
     Αν του πήγαινε στραβά η μέρα, τότε έκανε το νεκροθάφτη  και ανακοίνωνε σ' αυτόν που του απαντούσε στο τηλέφωνο, πως το φέρετρό του ήταν έτοιμο.
     Έλεγε:
     "Σας το φέρνουμε λοιπόν το φέρετρο. Φορέστε το σάβανο και περιμέντε μας ξαπλωτός".
     Ή διέταζε:
     "Ελάτε παρακαλώ αύριο το πρωί στις εφτά στο Στρσέλετσκι Όστροφ με τον παπαγάλο σας. Θα μπολιαστείτε κι οι δυο υποχρεωτικά. Ευχαριστώ".
     Ιδιαίτερα του' χε σφηνωθεί στο μυαλό ο ιδιοχτήτης του τηλεφώνου αριθμός τάδε. Λεγόταν Εδουάρδος Πετεινός και ήταν μαγαζάτορας. Κάθε βδομάδα, την Παρασκευή στις τρεις τ' απόγεμα, του' κανε τούτη την κουβέντα στο τηλέφωνο:
     "Καλημέρα σας!"
     "Καλημέρα σας!"
     "Είναι σπίτι παρακαλώ ο κύριος Κότας;"
     "Ω όχι!" αποκρινόταν μια πολιτισμένη φωνή μετά από σύντομη παύση. "Στο τηλέφωνο Εδουάρδος Πετεινός".
     "Η Κότα λοιπόν δεν είναι σπίτι;" έλεγε πάντα μ' απορία ο μαθητής. "Και σας έκανε χτες αυγό;"
     "Όχι, δεν έκανε" απαντούσε η ήρεμη κι ευγενικιά φωνή. "Σας αρέσουν τ' αυγά, μαθητή μου;"
     "Τ' αυγά τα σιχαίνομαι" αποκρινότανε ο μαθητής. "Φαίνεται θα' κανα λάθος".
     Ακουμπούσε τ' ακουστικό κι όλη τη βδομάδα χαιρότανε που θα έφτανε πάλι η Παρασκευή και που θα τηλεφωνούσε στον κύριο Πετεινό, στις τρεις τ' απόγευμα, και θα του ζητούσε τον κύριο Κότα.
     Ο κύριος Εδουάρδος Πετεινός ήτανε πάντα καλότροπος κι ευγενικός. Δεν τον αποκαλούσε ποτέ αλήτη ή εξυπνάκια ή αυτό που είναι ακόμα χειρότερο, "αμούστακο". Και τ' ακουμπούσε μετά το ακουστικό ευγενικά, απαλά.
     Ο μαθητής ζούσε κι αφού ζούσε μεγάλωνε. Ξεπέρασε λεβέντικα τ' άγουρα χρόνια, ωρίμαζε και πέρασε μ' επιτυχία ακόμα και τις μεγάλες τις εξετάσεις, τις εισαγωγικές στο Πανεπιστήμιο. Η φωνή του σταθεροποιήθηκε κι έγινε μπάσο βαθύ. Ήτανε στ' αλήθεια γοητευτική. Κάθε πρωί ξυριζότανε πια.
     Ο κόσμος που- άγνωστο γιατί- τον λογάριαζε ώσαμ' ένα βαθμό, εξακολουθούσε την πορεία του.
     Πάνω στον κόσμο σκάσανε οι πρώτες μπόμπες. Αυτό έγινε στην Πολωνία.
     Μετά έφτασε η 17 του Νοέμβρη του 1939 και ο κύριος Πετεινός περίμενε την Παρασκευή στις τρεις η ώρα. Μα άδικα. Με λίγα λόγια, απ' το στρατόπεδο δεν ήτανε δυνατό να τηλεφωνήσει κανείς. Έτσι, τουλάχιστο σ' αυτό το ζήτημα, ο νεαρός διορθώθηκε.
     Τι πέρασε όλα εκείνα τα χρόνια είναι άλλη ιστορία ή και μυθιστόρημα.
     Είχε λίγη τύχη, ήτανε και λιγουλάκι καπάτσος κι άντεξε.
     Κι όταν γύρισε στην Πράγα στις 11 του Μάη, ήτανε μέρα Παρασκευή. Τρεις παρά δέκα λεφτά. Σκέφτηκε: Πριν να σκεφτώ πώς να ξαναρχίσω...έτσι κι αλλιώς δε θα σκαρφιστώ δα και τίποτε...πριν κάτσω να σπάσω το κεφάλι μου, θα ξαναρχίσω με την παλιά μου την τέχνη. Θα πάρω τον κύριο Πετεινό στο τηλέφωνο. Είναι ο μόνος αριθμός που θυμάμαι".
     Μπήκε λοιπόν σ' έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Ο θάλαμος ήταν ακόμα γκρίζος και σκοτεινός απ' τον πόλεμο. Το χέρι του έτρεμε. Αυτό δε διορθωνότανε πια. Στο πρόσωπό του φάνηκε η γνωστή παλιά του έκφραση που' κρυβε πάθος και διαβολίστικη χαρά. Σχημάτισε τον αριθμό.
     "Καλημέρα σας!" είπε.
     "Καλημέρα σας!"
     "Είναι σπίτι παρακαλώ ο κύριος Κότας;" είπε και το κλάμα κόντεψε να τον πνίξει.
     Απ' την άλλη άκρη κάποιος σώπαινε για κάμποση ώρα. Ύστερα είπε:
     "Ζεις βρε αλήτη; Τι υπέροχο!"
     "Ζω κύριε Πετεινέ" είπε ο παλιός μαθητής. Κείνη τη στιγμή ένιωσε πως πραγματικά κύλαγε πάλι μέσα του η ζωή. Το' νιωσε από το σφυγμό του που τον έπνιγε. Άκουσε το κορμί του να τραγουδάει...
     "Μα δεν μπορεί, κάπου πρέπει να' χετε και μια κοτούλα" είπε. "Δε σας έκανε χτες αυγό για το πρωινό σας;"
     "Μου' κανε, μου' κανε" είπε ο κύριος Πετεινός. "Χτες το' κανε η βρώμα. Ένα ωραίο άσπρο αυγουλάκι. Ελάτε να τη δείτε, κύριε αλήτη, θα σας το φτιάξουμε μελάτο".
     Κι αυτό ήταν όλο.
     Μα ποιος ξέρει;

Λουντβικ Ασκενάζυ, μτφρ. Ρενέ Ψυρούκη, εκδόσεις Ρόμβος



Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΓΑΪΔΟΥΡΙ


Έχω τόσες μέρες να ρίξω μια ματιά στο μπλογκ, πόσο μάλλον να γράψω, που θα' πρεπε ν' αλλάξω το όνομα από bibliokult σε βιβλιογαϊδούρι. Έχω και τη φωτογραφία έτοιμη. Το λυπάμαι λίγο το καημένο το ζωντανό αλλά η ιδέα είναι εντυπωσιακή. Στα ελληνικά χωριά (η φωτογραφία πρέπει να είναι από τη Λατινική Αμερική) τα γαϊδούρια μεταφέρουν μόνο ζαρζαβατικά...

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

ΈΝΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ

     Αν ισχύει ότι οι ιστορίες του Κάφκα μοιάζουν με τρομερούς εφιάλτες, τότε δεν υπάρχει αντιπροσωπευτικότερο δείγμα από το διήγημα "ένας αγροτικός γιατρός". Αυτήν ακριβώς την οδυνηρή ονειρική αίσθηση μεταδίδει το παρακάτω γιαπωνέζικο animation που απεικονίζει την εν λόγω ιστορία του Κάφκα. Η αίσθηση αυτή μεταφέρεται από τους απόκοσμους ήχους αλλά κυρίως από την κίνηση, που έχει κάτι το αλλόκοτο, σαν οι ήρωες να βρίσκονται σε κενό βαρύτητας, όπως συμβαίνει πολλές φορές στα όνειρά.



Υ.Γ.: Η φράση "είναι εύκολο να γράψεις συνταγές αλλά δύσκολο να καταλάβεις τους ανθρώπους" αναβοσβήνει μέσα στο κεφάλι μου από τότε που τη διάβασα. Ισχύει για τους γιατρούς. Ισχύει και για μας τους υπόλοιπους.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΣΕΚΟΥΡΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΩΜΕΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΜΑΣ

     Οι καλοκαιρινές διακοπές είναι η περίοδος που υπάρχει χρόνος για διάβασμα, γι' αυτό και σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά μπορούμε να διαβάσουμε προτάσεις για βιβλία των διακοπών ή ακόμα για βιβλία της παραλίας. Όμως τι ακριβώς είναι ένα βιβλίο παραλίας; Πέρα από τον "δεκάλογο της πετυχημένης ηλιοθεραπείας" ή το "εγχειρίδιο του καλού κολυμβητή", δε μπορώ να καταλάβω πώς μπορεί κανείς να κατατάξει ένα βιβλίο στα βιβλία παραλίας. Παρ' όλα αυτά, βλέπω πολλούς τουρίστες, ιδιαίτερα ξένους, να διαβάζουν κάνοντας ηλιοθεραπεία. "Είδες;", λένε πολλοί, "οι ξένοι διαβάζουν, δεν είναι σαν εμάς που δεν ανοίγουμε βιβλίο...". Αν όμως κοιτάξουμε προσεκτικά τους τίτλους των βιβλίων που διαβάζουν, θα καταλήξουμε στο ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, θα ήταν προτιμότερο να μην ανοίγουν βιβλίο. Δεν το λέω επειδή οι προτιμήσεις τους διαφέρουν από τις δικές μου. Αυτό που διαφέρει είναι η άποψη του καθενός για τον σκοπό της λογοτεχνίας. Δε διαβάζουμε για να περάσουμε ευχάριστα την ώρα μας, ξαπλωμένοι νωχελικά πάνω στην άμμο, μέχρι να φύγουμε από την παραλία και να ξεχάσουμε και το ίδιο το βιβλίο και όσα διαβάσαμε σ' αυτό όσο κάναμε ηλιοθεραπεία. Διαβάζουμε με τις αισθήσεις τεταμένες και τα μάτια ανοιγμένα διάπλατα, αποκομμένοι από όσα γίνονται γύρω μας, κι όταν τελειώνουμε το βιβλίο, το κουβαλάμε μέσα μας για πολύ καιρό ακόμα και μερικές φορές για πάντα.
     Σ' αυτό το σημείο, δεν μπορώ να μην παραθέσω τα λόγια του Κάφκα, ενός συγγραφέα που δεν υπάρχει περίπτωση να δούμε ποτέ στις λίστες με τα βιβλία διακοπών, μιας και τα βιβλία του δεν έχουν καμία σχέση με την ανεμελιά και την ευχαρίστηση. Αντίθετα, πολλές φορές είναι δυσάρεστα και μας κυριεύουν με μια αίσθηση ασφυξίας, όπως όταν ξυπνάμε από έναν τρομερό εφιάλτη που μας έφερε αντιμέτωπους με τα βαθύτερα σκοτάδια της ύπαρξής μας. Το παρακάτω απόσπασμα περιλαμβάνεται σ'ένα γράμμα του Κάφκα προς τον φίλο του Όσκαρ Πόλακ, στις 27 Ιανουαρίου του 1904, σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη. Μπορεί κανείς να το βρει στο www.kafka.org .

"Εγώ πιστεύω ότι θα έπρεπε κανείς μόνο τέτοια βιβλία εν γένει να διαβάζει, που τον δαγκώνουνε και τον κεντάνε. Αν το βιβλίο που διαβάζουμε δεν μας ξυπνά μ’ ένα χτύπημα γροθιάς στο κρανίο, για ποιον λόγο διαβάζουμε τότε το βιβλίο; Για να μας κάμει ευτυχείς, όπως γράφεις; Θεέ μου, ευτυχείς θα ήμαστε ακόμη κι αν δεν είχαμε καθόλου βιβλία, και τέτοια βιβλία, που θα μας κάμνουν ευτυχείς, θα μπορούσαμε εν ανάγκη να γράψουμε κι οι ίδιοι. Χρειαζόμαστε όμως τα βιβλία που επενεργούν επάνω μας σαν δυστυχία που μας πονάει πολύ, όπως ο θάνατος κάποιου που αγαπήσαμε πιο πολύ απ’ τον εαυτό μας, σαν να ήμαστε διωγμένοι σε δάση, μακριά απ’ όλους τους ανθρώπους, σαν αυτοκτονία, ένα βιβλίο πρέπει να είναι το τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας. Αυτό πιστεύω εγώ."